Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 3 Μαΐου 2015

Παι­ώ­νι­ες καὶ Μὴ μὲ λη­σμό­νει


Του Γκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов)
 (Божури и незабравки)
Κάντε δεξιό κλικ εδώ, για να κάνετε λήψη των εικόνων. Για να συμβάλει στην προστασία του απορρήτου σας, το Outlook απέτρεψε την αυτόματη λήψη αυτής της εικόνας από το Internet.
01-GammaΓΝΩΡΙΖΟΝΤΑΝ μό­λις με­ρι­κς ­ρες. Α­τς – λί­γο πά­νω ­π τ τριά­ντα, α­τ λί­γο πι κά­τω. Α­τς ­πρε­πε ν πα­ρα­δώ­σει μέ­σ α­τς ­να πα­κέ­το γι κά­ποι­ον γνω­στό του στν λ­λη ­κρη το ­κε­α­νο. Α­τ ­πλς με­σο­λα­βο­σε. Δου­λει πέν­τε λε­πτν, ­μως πιά, δύ­ο ­π τς συ­νο­λι­κ τρες ­ρες πο ­πέ­με­ναν ­ως τ ­ε­ρο­πλά­νο, δν μπο­ρο­σαν ν βρον καμ­μί­α ε­λο­γη α­τί­α γι ν χω­ρι­στον. Τώ­ρα, ­κρι­βς ­ξήν­τα λε­πτ πρν ­π τν πτή­ση, κά­θον­ταν στν ­κρη τς κα­φε­τέ­ριας στν α­θου­σα τν ­να­χω­ρή­σε­ων, ­πι­ναν τν τρί­το κα­φ κα σι­ω­πο­σαν. Ε­χαν ­ξαν­τλή­σει ­λα τα θέ­μα­τα, πο θ μπο­ρο­σαν ν συν­τη­ρή­σουν τ συ­ζή­τη­ση ­νά­με­σα σ δύ­ο ­γνώ­στους. Κα σι­ω­π πλέ­ον ρ­χι­ζε ν μν ­χει ­μοι­ό της. Τ μι­κρ τρα­πέ­ζι ­νά­με­σά τους ­ταν γε­μι­σμέ­νο μ ­δεια πλα­στι­κ κυ­πελ­λά­κια, τ ­πο­α ε­χαν ­πο­κτή­σει τ πι ­πρό­σμε­να σχή­μα­τα ­π τ πο­λ στρί­ψι­μο στ χέ­ρια τους. Ο ­να­δευ­τ­ρες το κα­φέ, ­ταν ­δ κα ­ρα σπα­σμέ­νοι στ μι­κρό­τε­ρα πι­θα­ν κομ­μα­τά­κια, τ ­δεια φα­κε­λά­κια ζά­χα­ρης μα­στο­ρε­μέ­να σ χω­νά­κια κα μι­κρο­σκο­πι­κ κα­ρα­βά­κια.
       Το ρ­θε ­δέ­α, ­τι ­π α­τ τ τρα­πέ­ζι γί­νε­ται κα­λ ready-made object , ν τ πο­με, γ­κα­τά­στα­ση, ­ποί­α θ βα­πτι­ζό­ταν «­πο­λο­γί­α τς ­νη­συ­χί­ας» (πλα­στι­κ κυ­πελ­λά­κια το κα­φέ, ­να­δευ­τ­ρες, ­δεια φα­κε­λά­κια ζά­χα­ρης, ­σπρο τρα­πε­ζά­κι). Με­τ το φά­νη­κε χα­ζ κα ­πο­φά­σι­σε ν σι­ω­πή­σει. «Α­τ πο ­πο­σι­ω­π­ται, με­τα­μορ­φώ­νε­ται σ σπα­σμέ­νους ­να­δευ­τ­ρες κα τσα­λα­κω­μέ­να κυ­πελ­λά­κια», ε­πε ξαφ­νι­κ α­τή. Α­τός, σκέ­φτη­κε ­τι πο­τ πι δν θ συ­ναν­το­σε λ­λη τέ­τοι­α γυ­ναί­κα, πο ν δι­α­βά­ζει τς σκέ­ψεις του κα μ τν ­ποί­α θ ­θε­λε ν μεί­νει, ­ως τ τέ­λος τς ζω­ς του, σ τού­τη τν κα­φε­τέ­ρια. Ξαφ­νι­ά­στη­κε, πο με­τα­χει­ρί­στη­κε, ­στω κα νο­ε­ρά, φρά­ση ­πως «­ως τ τέ­λος τς ζω­ς του».
       — ν­τε, ν μι­λή­σου­με – ε­πε α­τή, ν κα δύ­ο ­ρες τώ­ρα δν τ ε­χαν βου­λώ­σει.

μί­α ­ρα πο ­πέ­με­νε ­ταν ­περ­βο­λι­κ λί­γος χρό­νος, γι ν σπα­τα­λη­θε σ πε­ρι­στρο­φς κα κα­ρα­βά­κια. ­μως, ­τσι ­πως α­τς δν ξε­κι­νο­σε, α­τ ­πλ ε­πε:
       — Πρέ­πει ν δε­χτο­με, ­τι με­ρι­κς φο­ρς ο ν­θρω­ποι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κ προ­σπερ­νον­ται.
       — ε­ρω­νεί­α ε­ναι, ­τι τ κα­τα­λα­βαί­νουν μό­νο ­ταν συ­ναν­τη­θον – ε­πε α­τός.
       — Σί­γου­ρα ­πρ­χε τρό­πος ν ­δω­θο­με κα πι πρίν. Ζού­σα­με τό­σο και­ρ στν ­δια πό­λη. Δν γί­νε­ται ν μν ε­χα­με προ­σπε­ρα­στε σ κά­ποι­ο φα­νά­ρι.
       — Θ σ ε­χα προ­σέ­ξει – ε­πε α­τός.
       — Τν ­γα­πς; – ρώ­τη­σε α­τή.
       — Τν ­γα­πς; – ρώ­τη­σε α­τός.
Γρή­γο­ρα συμ­φώ­νη­σαν ­τι δν ­χει καμ­μί­α ση­μα­σί­α κα ­τι κα­νέ­νας δν τος φταί­ει.
ρ­γό­τε­ρα α­τς δν θ μπο­ρο­σε ν θυ­μη­θε τί­νος ρ­θε πρώ­του ­τού­τη σω­τή­ρια (­πως νό­μι­ζε τό­τε) ­δέ­α ν ­φεύ­ρουν κοι­νς ­να­μνή­σεις, ν συν­θέ­σουν ­λό­κλη­ρη τ ζω­ή τους προ­το ν γνω­ρι­στον κα με­τά. ­τολ­μη προ­σπά­θεια ν κ­δι­κη­θον τν πε­ρί­στα­ση πο ­τσι ­νε­λέ­η­τα τος ­φε­ρε κον­τ γι λί­γο, μό­νο γι ν τος προ­σπε­ρά­σει. Ε­χαν δι­α­θέ­σι­μα 50 λε­πτά.
       — Θυ­μ­σαι —ρ­χι­σε α­τός— ­ταν ­μα­σταν συμ­μα­θη­τές, ζού­σα­με ­κρι­βς στν ­διο δρό­μο. Σο ­ρι­χνα κρυ­φ στ γραμ­μα­το­κι­βώ­τιο κά­θε ­βδο­μά­δα κι ­π ­να δα­χτυ­λί­δι φτι­αγ­μέ­νο ­π τ ­λου­μι­νό­χαρ­το πο ε­χαν τ σο­κο­λα­τά­κια «Λά­κτα».
       — ­χ —ε­πε α­τ­στε ­σ ­σουν. πα­τέ­ρας μου πάν­το­τε τ ­βρι­σκε πρ­τος κα ­πο­ψι­α­ζό­ταν ­τι κά­ποι­ος τρε­λα­μέ­νος θαυ­μα­στς ­π τ γει­το­νι στέλ­νει δα­χτυ­λί­δια ρ­ρε­βώ­νων στ μη­τέ­ρα μου. ­πο­δει­κνύ­ε­ται ­τι ­ταν γι μέ­να.
       — Γι σέ­να ­ταν – ε­πε α­τός.
       — , ­σ θυ­μ­σαι —ξε­κί­νη­σε α­τ­ταν στ τε­λευ­τα­ο μά­θη­μα το πα­νε­πι­στη­μί­ου φύ­γα­με μό­νο ο δυ­ό μας γι ’­κε­νο τ μο­να­στή­ρι. Γι πρώ­τη φο­ρ πή­γα­με κά­που μό­νοι. Στ ξε­νο­δο­χε­ο δν ε­χε ­λεύ­θε­ρα δω­μά­τια κα μς ­βα­λαν ν κοι­μη­θο­με σ ­να ­π’ τ κε­λι τν μο­να­χν. ­τα­νε πο­λ κρύ­ο κα τ κρε­βά­τι – σκλη­ρό. Μ ­πια­σε λί­γο φό­βος. Με­τ ­π κά­θε φο­ρ σταυ­ρο­κο­πι­ό­μουν κρυ­φ ­π σέ­να. Πέν­τε φο­ρς ­κα­να τν σταυ­ρό μου ­κεί­νη τ νύ­χτα.
       — ­ξι, ε­πε α­τός. Κα μέ­να μ ­πια­σε φό­βος. , θυ­μ­σαι, ­ταν ρ­γό­τε­ρα ρ­θες ν μέ­νεις μα­ζί μου. μη­τέ­ρα σου, ε­πε, ­τι θ σ ­πο­κη­ρύ­ξει ­πι­σή­μως ­πει­δ δν ­θε­λε ν ­χει ­ξώ­γα­μα γ­γό­νια.
       — Θυ­μ­μαι – ε­πε α­τή. — Κα ­κτς α­το δν γι­νό­ταν ν κά­νω παι­διά.
Σ το­το τ ση­με­ο σώ­πα­σε. Α­τς ­πια­σε τ χέ­ρι της γι πρώ­τη φο­ρ ­π τό­τε πο γνω­ρί­στη­καν. ν­τε­λς ­λα­φρά, πα­ρη­γο­ρη­τι­κά.
       — Μν ­νη­συ­χες – ε­πε α­τός. — , θυ­μ­σαι, τό­τε πο ­σπα­σα τ πό­δι; ­μουν ­δη στ 48, δού­λευ­α σν τρε­λς κα ’­κε­νος μή­νας στ σπί­τι μο φά­νη­κε ­λη­θι­νς πα­ρά­δει­σος. Π­ρες κι ­σ ­δεια, σχε­δν τος ­πεί­λη­σες ­τι θ σπά­σεις τ χέ­ρι σου, ­ν δ σ ­φή­σουν. Κα ­λό­κλη­ρο μή­να δν ξε­μυ­τί­σα­με ­π μέ­σα.
       — , ­ταν τν ­πό­με­νη χρο­νι μο βρ­καν ­κε­νο τν γ­κο... ­σ δι­ά­βα­σες κά­που, ­τι γε­λω­το­θε­ρα­πεί­α γι­α­τρεύ­ει ­π τν καρ­κί­νο κα δύ­ο ­βδο­μά­δες ­στα­μά­τη­τα μο ­λε­γες ­νέκ­δο­τα, γι ν γε­λά­ω. ­κό­μα κα τώ­ρα ­πο­ρ πο τ ­βρι­σκες. ­σουν τό­σο φο­βι­σμέ­νος κα τρυ­φε­ρός. Μλ­λον τό­τε ­σπρί­σαν ν­τε­λς τ μαλ­λιά σου. Κα κά­θε μέ­ρα μου ­φερ­νες παι­ώ­νι­ες κα μ μ λη­σμό­νει.
       — Δό­ξα τ Θε­, πο ­γι­νες κα­λά. Τί θ γι­νό­μουν χω­ρς ­σέ­να.
­κεί­νη τ στιγ­μ κά­λε­σαν ­λους τους ­πι­βά­τες γι Νέ­α ­όρ­κη ν κα­τευ­θυν­θον πρς τν τερ­μα­τι­κ σταθ­μ ­να­χώ­ρη­σης. Σώ­πα­σαν ­χι πα­ρα­πά­νω ­π λε­πτό. Με­τ α­τ ση­κώ­θη­κε κα ε­πε ­τι πρέ­πει ν φύ­γει. Α­τς π­ρε τ βα­λί­τσα της κα ­φυ­γαν μα­ζί. Πρν ν πε­ρά­σει ­π τν ­λεγ­χο δι­α­βα­τη­ρί­ων, α­τ γύ­ρι­σε κα τν φί­λη­σε γι πολ­λ ­ρα. ­σν τε­λευ­ταί­α φο­ρά, σκέ­φτη­κε α­τός, ν κα πο­τ πρν ­π το­το δν ­πρ­ξε πρώ­τη φο­ρά.
Μι­σ ­ρα ρ­γό­τε­ρα α­τς γύ­ρι­σε τν πλά­τη κι ­φυ­γε. ­νι­ω­θε τρο­με­ρ γε­ρα­σμέ­νος, μ κό­πο κι­νο­σε τ πό­δια του. ­πί­τη­δες ­κλει­σε τ μά­τια, κα­θς περ­νο­σε ­π τν πόρ­τα μ τ κα­θρε­φτέ­νιο τζά­μι στν ε­σο­δο, γι ν μ δε στν ν­τα­νά­κλα­ση τ μαλ­λιά του πο ­σπρι­σαν ξαφ­νι­κ κα τος σκυ­φτούς, γε­ρον­τι­κούς του ­μους. Μ κά­θε β­μα κα­τα­λά­βαι­νε ­λο­έ­να κα πι κα­θα­ρά, ­τι δν θ μπο­ρο­σε ν ­πι­στρέ­ψει στ σπί­τι κα στν ­πρό­σι­τα νε­α­ρ γυ­ναί­κα του. Κα ­τι πο­τ δν θ μπο­ρο­σε ν τς ­ξη­γή­σει, τί ­κα­νε ­λα α­τ τ πε­νν­τα χρό­νια πο ­λει­πε.
Κάντε δεξιό κλικ εδώ, για να κάνετε λήψη των εικόνων. Για να συμβάλει στην προστασία του απορρήτου σας, το Outlook απέτρεψε την αυτόματη λήψη αυτής της εικόνας από το Internet.
Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: ­στό­το­πος Българска виртуална библиотека «Словото» (Βουλ­γά­ρι­κη ε­κο­νι­κ βι­βλι­ο­θή­κη «Σλό­βο­το»).

Κάντε δεξιό κλικ εδώ, για να κάνετε λήψη των εικόνων. Για να συμβάλει στην προστασία του απορρήτου σας, το Outlook απέτρεψε την αυτόματη λήψη αυτής της εικόνας από το Internet.
00-Gkospontinof-EikonaGiaMikroBiografikoΓκε­όρ­γκι Γκο­σπον­τί­νοφ (Георги Господинов, Γιά­μπολ 1968). Πο­λυ­βρα­βευ­μέ­νος ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, θε­α­τρι­κς συγ­γρα­φέ­ας, κρι­τι­κς λο­γο­τε­χνί­ας κα σε­να­ρι­ο­γρά­φος. Θε­ω­ρε­ται ­π τος ση­μαν­τι­κό­τε­ρους σύγ­χρο­νους λο­γο­τέ­χνες τς Βουλ­γα­ρί­ας, κα ε­ναι πλέ­ον με­τα­φρα­σμέ­νος στ ­ξω­τε­ρι­κ με­τ τ 1989. Μ τ πρ­το με­τα­μον­τέρ­νο μυ­θι­στό­ρη­μά του, μ τί­τλο Φυ­σι­κ μυ­θι­στό­ρη­μα (1999) ­δω­σε —σύμ­φω­να μ τν κρι­τι­κο­γρα­φί­α— τ «πρ­το, ς γέν­νη­μα κα δό­ξα, μυ­θι­στό­ρη­μα τς γε­νις το ’90». Κυ­ρι­ό­τε­ρα ρ­γα του ­ν κα­τη­γο­ρί­α — Ποί­η­ση: Lapidarium (Ла­пидариум, 1992)· κε­ρα­σι ­νς ­θνους (Черешата на един народ, 1996)· Γράμ­μα­τα στν Γκα­ου­στίν (Писма до Гаустин, 2003). Μυ­θι­στό­ρη­μα: Φυ­σι­κ μυ­θι­στό­ρη­μα (Естес­твен роман, 1999)· Φυ­σι­κ τς με­λαγ­χο­λί­ας (Физика на тъгата, 2011). Δι­ή­γη­μα: Κα λ­λες ­στο­ρί­ες (И други истории, 2000)· Κα ­λα ­γι­ναν φεγ­γά­ρι (И всичко стана луна, 2013). Δρα­μα­τουρ­γί­α: D.J. (2004)· ­πο­κά­λυ­ψη ρ­χε­ται στς 6 τ ­πό­γευ­μα (Апокалипсисът идва в 6 вечерта, 2010). Σε­να­ρι­ο­γρα­φί­α: Τε­λε­τή (Ритуалът, 2005 – μέ­ρος τς ε­ρω­πα­ϊ­κς συμ­πα­ρα­γω­γς Lost and Found, μ τν ­ποί­α ­γι­νε ­ναρ­ξη το προ­γράμ­μα­τος «Forum» τς Berlinale 2005)· ­με­λέ­τα (Омлет, 2008). Δο­κί­μιο: Ο ­ό­ρα­τες κρί­σεις (Невидимите кризи, 2013). (Πε­ρισ­σό­τε­ρα ­δ, στ «Γκεόργκι Γκο­σπο­ντί­νοφ (Ге­о­рги Го­спо­ди­нов)», ε­σα­γω­γ στ ρ­γο το Βούλγαρου λο­γο­τέ­χνη ­π τν με­τα­φρα­στή του Σπρο Ν. Παππ.)

Μετάφραση π τ βουλγαρικά:

Σπ­ρος Ν. Παπ­πς (­θή­να, 1975). ­ρευ­νη­τής, συγ­γρα­φέ­ας κα με­τα­φρα­στής. Κεί­με­να κα με­λέ­τες του, φι­λο­λο­γι­κο, ­στο­ρι­κο, ρ­χαι­ο­λο­γι­κο κα λα­ο­γρα­φι­κο πε­ρι­ε­χο­μέ­νου ­χουν δη­μο­σι­ευ­θε σ γ­κρι­τα πε­ρι­ο­δι­κ (Νέ­α ­στί­α, Πα­λίμ­ψη­στον, Πόρ­φυ­ρας, Μαν­δρα­γό­ρας, ροπέδιο, ρ­χαι­ο­λο­γί­α κα Τέ­χνες, ­στο­ρί­α Ε­κο­νο­γρα­φη­μέ­νη, κ..) κα σ ­φη­με­ρί­δες ( Κα­θη­με­ρι­νή, Τ Νέ­α, ­με­ρη­σί­α, κ..).



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου