Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

Οἱ ξεριζωμένοι (Los desarraigados)







Της  Κριστίνα Πέρι Ρόσι (Cristina Peri Rossi)

ΤΟΥΣ ΒΛΕΠΕΙ κα­νεὶς συ­χνὰ νὰ περ­πα­τοῦν στοὺς δρό­μους τῶν με­γα­λου­πό­λε­ων, ἄν­δρες καὶ γυ­ναῖ­κες ποὺ ἐ­πι­πλέ­ουν στὸν ἀ­έ­ρα, σὲ χρό­νο καὶ τό­πο στα­μα­τη­μέ­νο. Τοὺς λεί­πουν ρί­ζες στὰ πό­δια καὶ κα­μιὰ φο­ρὰ τοὺς λεί­πουν ἀ­κό­μη καὶ πό­δια. Ἀ­π’ τὰ μαλ­λιά τους δὲν ξε­φυ­τρώ­νουν ρί­ζες, οὔ­τε ἁ­πα­λὲς ἴ­νες δέ­νουν τὸν κορ­μό τους σὲ κά­ποι­ο εἶ­δος ἐ­δά­φους. Μοιά­ζουν μὲ φύ­κια ποὺ πα­ρα­σύ­ρουν τὰ θα­λασ­σι­νὰ ρεύ­μα­τα καὶ ὅ­ταν στα­θε­ρο­ποι­οῦν­ται πά­νω σὲ κά­ποι­α ἐ­πι­φά­νεια εἶ­ναι κα­τὰ τύ­χη καὶ δια­ρκεῖ μό­νο μιὰ στιγ­μή. Ἀ­μέ­σως ἐ­πι­πλέ­ουν ἐκ νέ­ου καὶ ὑ­πάρ­χει σ’ αὐ­τὸ ὁ­ρι­σμέ­νη νο­σταλ­γί­α. Ἡ ἀ­που­σί­α ρι­ζῶν τοὺς προσ­δί­δει ἕ­ναν ἀ­έ­ρα ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τας, ἀ­να­κρί­βειας. Εἶ­ναι γι’ αὐ­τὸ ποὺ νι­ώ­θουν παν­τοῦ ἄ­βο­λα καὶ δὲν τοὺς προ­σκα­λοῦν σὲ γι­ορ­τές, οὔ­τε σὲ σπί­τια, για­τί φαί­νον­ται ὕ­πο­πτοι. Ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι φαι­νο­με­νι­κὰ πραγ­μα­το­ποι­οῦν τὶς ἴ­δι­ες ἐ­νέρ­γει­ες μὲ τὰ ὑ­πό­λοι­πα ἀν­θρώ­πι­να ὄν­τα: τρῶ­νε, κοι­μοῦν­ται, περ­πα­τοῦν, μέ­χρι καὶ πε­θαί­νουν, ἀλ­λὰ ὁ προ­σε­κτι­κὸς πα­ρα­τη­ρη­τὴς θὰ μπο­ροῦ­σε ἴ­σως νὰ ἀ­να­κα­λύ­ψει πὼς ὑ­πάρ­χει μιὰ ἐ­λα­φριὰ καὶ σχε­δὸν ἀ­νε­παί­σθη­τη δι­α­φο­ρὰ στὸν τρό­πο ποὺ ἔ­χουν νὰ τρῶ­νε, νὰ κοι­μοῦν­ται, νὰ περ­πα­τοῦν καὶ νὰ πε­θαί­νουν. Τρῶ­νε χάμ­πουρ­γκερς Mac Donalds ἢ σάν­του­ιτς μὲ κο­τό­που­λο Pokins, εἴ­τε βρί­σκον­ται στὸ Βε­ρο­λί­νο, εἴ­τε στὴ Βαρ­κε­λώ­νη, εἴ­τε στὸ Μον­τε­βι­δέ­ο. Καὶ τὸ χει­ρό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ­λα, πα­ραγ­γέλ­νουν ἕ­να ἀ­νορ­θό­δο­ξο με­νοὺ ποὺ ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πὸ γκα­σπά­τσο, σού­πα ἢ ἀγ­γλι­κὴ κρέ­μα. Κοι­μοῦν­ται τὴ νύ­χτα, ὅ­πως ὅ­λος ὁ κό­σμος, ἀλ­λὰ ὅ­ταν ξυ­πνοῦν μὲς στὸ σκο­τά­δι ἑ­νὸς ἀ­ξι­ο­θρή­νη­του δω­μα­τί­ου ξε­νο­δο­χεί­ου τοὺς κα­τα­λαμ­βά­νει μιὰ στιγ­μὴ ἀ­βε­βαι­ό­τη­τας: δὲν θυ­μοῦν­ται ποῦ βρί­σκον­ται, οὔ­τε τί μέ­ρα εἶ­ναι, οὔ­τε τὸ ὄ­νο­μα τῆς πό­λης στὴν ὁ­ποί­α ζοῦν. Ἡ ἔλ­λει­ψη ρι­ζῶν δί­νει στὸ βλέμ­μα τους ἕ­να ἰ­δι­αί­τε­ρο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, ἕ­ναν τό­νο γα­λά­ζιο καὶ νε­ρου­λό, φευ­γα­λέ­ο, αὐ­τὸν κά­ποι­ου ποὺ ἀν­τὶ νὰ κρα­τι­έ­ται στα­θε­ρὰ ἀ­πὸ ρί­ζες ποὺ ἀ­πορ­ρέ­ουν ἀ­πὸ τὸ πα­ρελ­θὸν καὶ ἀ­πὸ τὸ ἔ­δα­φος, ἐ­πι­πλέ­ει μέ­σα ἕ­να χῶ­ρο θο­λὸ καὶ ἀ­να­κρι­βῆ.
       Ἂν καὶ με­ρι­κοὶ εἶ­χαν κα­τὰ τὴ γέν­νη­σή τους με­ρι­κὰ ρο­ζι­α­σμέ­να νή­μα­τα ποὺ μὲ τὸν και­ρὸ θὰ με­τα­τρέ­πον­ταν ἀ­ναμ­φί­βο­λα σὲ γε­ρὲς ρί­ζες, γιὰ τὸν ἕ­να ἢ τὸν ἄλ­λο λό­γο τὰ ἔ­χα­σαν, τοὺς ἀ­φαι­ρέ­θη­καν ἢ τοὺς τὰ ἀ­κρω­τη­ρί­α­σαν καὶ αὐ­τὸ τὸ ἀ­τυ­χὲς γε­γο­νὸς τοὺς κα­θι­στᾶ ἕ­να εἶ­δος ἀ­πω­θη­τι­κὸ. Ἀλ­λά, ἀν­τὶ νὰ προ­κα­λοῦν τὴν συμ­πό­νοι­α τοῦ κό­σμου, ξυ­πνοῦν συ­νή­θως ἔ­χθρα. Πλα­νᾶ­ται ἡ ὑ­πο­ψί­α ὅ­τι εἶ­ναι ἔ­νο­χοι κά­ποι­ου σκο­τει­νοῦ πα­ρα­πτώ­μα­τος, ἡ δι­αρ­πα­γή τους χρή­ζει ἐ­νό­χους. Ἀ­π’ τὴ στιγ­μὴ ποὺ χά­νον­ται οἱ ρί­ζες δὲν μπο­ροῦν πιὰ νὰ ἐ­πα­να­κτη­θοῦν. Μά­ται­α μέ­νει ὁ ξε­ρι­ζω­μέ­νος γιὰ ὧ­ρες στα­μα­τη­μέ­νος σὲ μιὰ γω­νιὰ ἢ δί­πλα σ’ ἕ­να δέν­τρο, κοι­τών­τας λο­ξὰ τὰ μα­κριὰ προ­σαρ­τή­μα­τα ποὺ ἑ­νώ­νουν τὸ φυ­τὸ μὲ τὴ γῆ· οἱ ρί­ζες δὲν εἶ­ναι με­τα­δο­τι­κές, οὔ­τε προ­σκολ­λοῦν­ται σὲ ξέ­νο σῶ­μα. Ἄλ­λοι νο­μί­ζουν ὅ­τι πα­ρα­μέ­νον­τας γιὰ πο­λὺ και­ρὸ στὴν ἴ­δια πό­λη ἢ χώ­ρα εἶ­ναι δυ­να­τὸ νὰ τοὺς πα­ρα­χω­ρη­θοῦν κά­ποι­α στιγ­μὴ τε­χνη­τὲς ρί­ζες, πλα­στι­κὲς γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἀλ­λὰ κα­μιὰ πό­λη δὲν εἶ­ναι τό­σο γεν­ναι­ό­δω­ρη.
       Ὑ­πάρ­χουν ὡ­στό­σο ξε­ρι­ζω­μέ­νοι αἰ­σι­ό­δο­ξοι. Εἶ­ναι αὐ­τοὶ ποὺ φρον­τί­ζουν νὰ βλέ­πουν τὴν κα­λὴ πλευ­ρὰ τῶν πραγ­μά­των καὶ δι­α­τεί­νον­ται ὅ­τι ἡ ἔλ­λει­ψη ρι­ζῶν δί­νει με­γά­λη ἐ­λευ­θε­ρί­α κι­νή­σε­ων, συμ­βάλ­λει στὴν ἀ­πο­φυ­γὴ ἄ­βο­λων ἐ­ξαρ­τή­σε­ων καὶ προ­ά­γει τὶς με­τα­κι­νή­σεις. Στὴ μέ­ση τῆς ὁ­μι­λί­ας τους φυ­σά­ει ἕ­νας δυ­να­τὸς ἄ­νε­μος καὶ ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται σὰν νὰ τοὺς κα­τά­πι­ε ὁ ἀ­έ­ρας.

Πη­γή: La ciudad de Luzbel y otros relatos, 1992.

Κρι­στί­να Πέ­ρι Ρό­σι (Cristina Peri Rossi) (Μον­τε­βι­δέ­ο, 12 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 1941). Εἶ­ναι συγ­γρα­φέ­ας, ποι­ή­τρια, με­τα­φρά­στρια καὶ δο­κι­μι­ο­γρά­φος καὶ θε­ω­ρεῖ­ται μιὰ ἀ­πὸ τὶς ση­μαν­τι­κό­τε­ρες γυ­ναι­κεῖ­ες λο­γο­τε­χνι­κὲς φι­γοῦ­ρες τῆς Οὐ­ρου­γουά­ης ἀ­πὸ τὴ δε­κα­ε­τί­α τοῦ ’50 μέ­χρι σή­με­ρα. Τὸ ἔρ­γο της ἔ­χει με­τα­φρα­στεῖ σὲ πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ δε­κα­πέν­τε γλῶσ­σες καὶ τὶς ἔ­χουν ἀ­πο­νε­μη­θεῖ τὰ βρα­βεῖ­α: Premio Ciudad de Barcelona 1991, Premio Internacional de Poesia Rafael Alberti 2003, Premio Internacional de Poesia Fundacion Loewe 2009. (Γιὰ πε­ρισ­σό­τε­ρα βλ. ἐ­δῶ τὴν εἰ­σα­γω­γὴ τῆς με­τα­φρά­στρι­ας.)

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰσπανικά:

Νάνσυ Ἀγγελῆ(Εὔ­βοι­α, 1982). Σπού­δα­σε δη­μο­σι­ο­γρα­φί­α στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Θεσ­σα­λο­νί­κης καὶ ἀ­πὸ τὸ 2008 ἀ­σχο­λεῖ­ται ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κὰ μὲ τὴν με­τά­φρα­ση λο­γο­τε­χνι­κῶν ἔρ­γων ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ καὶ ἀν­τί­στρο­φα. Συ­νερ­γά­στη­κε μὲ τὸ Κέν­τρο Βυ­ζαν­τι­νῶν, Κυ­πρια­κῶν καὶ Νε­ο­ελ­λη­νι­κῶν Σπου­δῶν τῆς Γρα­νά­δα κα­θὼς καὶ μὲ τὸ Δι­ε­θνὲς Ἰν­στι­τοῦ­το Με­τά­φρα­σης, I­n­s­t­i­t­ut V­i­r­t­u­al I­n­t­e­r­n­a­c­i­o­n­al de T­r­a­d­u­c­c­io, τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ Ἀ­λι­κάν­τε. Ἔ­χει δη­μι­ουρ­γή­σει τὸ μπλὸγκ με­τα­φρα­στι­κῶν δειγ­μά­των ἰ­σπα­νό­φω­νης λο­γο­τε­χνί­ας στὰ ἑλ­λη­νι­κά: http://nancyangeli.blogspot.com.es/

       Τὸν Ἀ­πρί­λιο τοῦ 2015 κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ πρῶ­το της βι­βλί­ο, μιὰ συλ­λο­γὴ μὲ 27 σύν­το­μα δι­η­γή­μα­τα καὶ τί­τλο Μιὰ μέ­ρα ἀ­πό­λυ­της ἡ­συ­χί­ας (ἐκδ. Πα­ρά­ξε­νες Μέ­ρες). Τα­κτι­κὴ συ­νερ­γά­τις τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας ἔ­χει ἐ­πι­με­λη­θεῖ ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ τὰ ἀ­φι­ε­ρώ­μα­τα στὸν οὐ­ρου­γουα­νὸ συγ­γρα­φέ­α Mario Benedetti καὶ τὸν γρα­να­δί­νο Ángel Olgoso.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου