Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

Κὶμ Μουνζό (Quim Monzó) :: Ἔγγαμος βίος (Vida matrimonial)





ΓΙΑ ΝΑ ΥΠΟΓΡΑΨΟΥΝ κά­ποι­α ἔγ­γρα­φα, ὁ Ζγκ­ντ καὶ ἡ Μπστ (παν­τρε­μέ­νοι ἐ­δῶ καὶ ὀ­χτὼ χρό­νια), ἔ­πρε­πε νὰ πᾶ­νε σὲ κά­ποι­α μα­κρι­νὴ πό­λη. Ἔ­φτα­σαν ἐ­κεῖ το βρα­δά­κι. Κα­θὼς μέ­χρι τὴν ἑ­πο­μέ­νη δὲν θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐ­πι­λύ­σουν τὸ ζή­τη­μα, ψά­χνουν ἕ­να ξε­νο­δο­χεῖ­ο γιὰ νὰ πε­ρά­σουν τὴ νύ­χτα. Τοὺς δί­νουν ἕ­να δω­μά­τιο μὲ δύ­ο μο­νὰ κρε­βά­τια, δύ­ο κο­μο­δί­να, ἕ­να σε­κρε­τὲρ (ὑ­πάρ­χουν φά­κε­λοι καὶ ἐ­πι­στο­λό­χαρ­τα μὲ τὸ λο­γό­τυ­πο τοῦ ξε­νο­δο­χεί­ου, σὲ ἕ­να ντο­σι­έ), μί­α κα­ρέ­κλα καὶ ἕ­να μι­κρὸ μπὰρ μὲ μί­α τη­λε­ό­ρα­ση ἐ­πά­νω. Δει­πνοῦν, κά­νουν βόλ­τα στὴν ὄ­χθη τοῦ πο­τα­μοῦ κι ὅ­ταν ἐ­πι­στρέ­φουν στὸ ξε­νο­δο­χεῖ­ο, ὁ κα­θέ­νας ξα­πλώ­νει στὸ κρε­βά­τι του καὶ βγά­ζει ἕ­να βι­βλίο.
       Λί­γα λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα ἀ­κοῦν πὼς στὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο πη­δι­οῦν­ται. Ἀ­κοῦν κα­θα­ρὰ τὸ τρί­ξι­μο τοῦ σο­μι­έ, τὰ βογ­κη­τὰ τῆς γυ­ναί­κας καί, πιὸ χα­μη­λά, τὸ λα­χά­νια­σμα τοῦ ἄν­τρα. Ὁ Ζγκ­ντ καὶ ἡ Μπστ κοι­τι­οῦν­ται, χα­μο­γε­λοῦν, κά­νουν κά­ποι­ο ἀ­στεῖ­ο σχό­λιο, κα­λη­νυ­χτί­ζουν ὁ ἕ­νας τὸν ἄλ­λον καὶ σβή­νουν τὸ φῶς. Ὁ Ζγκ­ντ, ξα­ναμ­μέ­νος ἀ­πὸ τὸ πή­δη­μα ποὺ ἀ­κό­μα ἀ­κού­γε­ται ἀ­πὸ τὸν τοῖ­χο, σκέ­φτε­ται νὰ πεῖ κά­τι στὴν Μπστ. Ἴ­σως νὰ ἔ­χει ἀ­νά­ψει κι ἐ­κεί­νη τό­σο ὅ­σο κι αὐ­τός. Θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ πλη­σιά­σει, νὰ κα­θί­σει στὸ κρε­βά­τι, νὰ κά­νει κά­ποι­ο ἀ­στεῖ­ο γιὰ τοὺς γεί­το­νες τοῦ ἄλ­λου δω­μα­τί­ου καί, σὰν νὰ μὴ συμ­βαί­νει τί­πο­τα, νὰ τῆς χα­ϊ­δέ­ψει πρῶ­τα τα μαλ­λιὰ καὶ τὸ πρό­σω­πο, κι ἔ­πει­τα, τὸ στῆ­θος. Πο­λὺ πι­θα­νόν, ἡ Μπστ νὰ ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν ἀ­μέ­σως. Ἂν δὲν ἀν­τα­πο­κρι­νό­ταν ὅ­μως; Ἂν τοῦ ἀ­πο­μά­κρυ­νε τὸ χέ­ρι καὶ πλα­τά­γι­ζε τὴ γλώσ­σα ἤ, ἀ­κό­μα χει­ρό­τε­ρα, τοῦ ἔ­λε­γε: «Δὲν ἔ­χω ὄ­ρε­ξη»; Πρὶν χρό­νια δὲν θὰ εἶ­χε δι­στά­σει. Θὰ ἤ­ξε­ρε, ἀ­κρι­βῶς πρὶν σβή­σουν τὸ φῶς, ἂν ἡ Μπστ εἶ­χε ὄ­ρε­ξη, ἂν τὰ βογ­κη­τὰ ἀ­πὸ τὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο τὴν εἶ­χαν ἀ­νά­ψει ἢ ὄ­χι. Ἀλ­λὰ τώ­ρα, με­τὰ ἀ­πὸ τό­σα χρό­νια ἀ­ρα­χνι­ά­σμα­τος, τί­πο­τα δὲν εἶ­ναι ξε­κά­θα­ρο. Ὁ Ζγκντ ἀλ­λά­ζει πλευ­ρὸ καὶ αὐ­να­νί­ζε­ται προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κά­νει κα­θό­λου θό­ρυ­βο.
       Δέ­κα λε­πτὰ ἀ­φοῦ τε­λεί­ω­σε, ἡ Μπστ τὸν ρω­τᾶ ἂν κοι­μᾶ­ται. Ὁ Ζγκ­ντ τῆς ἁ­παν­τὰ πὼς ὄ­χι ἀ­κό­μη. Στὸ δι­πλα­νὸ δω­μά­τιο δὲν βογ­κοῦν πιά. Τώ­ρα ἀ­κού­γε­ται μιὰ χα­μη­λό­φω­νη συ­ζή­τη­ση καὶ πνι­χτὰ γέ­λια. Ἡ Μπστ ση­κώ­νε­ται καὶ πη­γαί­νει πρὸς τὸ κρε­βά­τι τοῦ Ζγκ­ντ. Πα­ρα­με­ρί­ζει τὰ σεν­τό­νια, ξα­πλώ­νει καὶ ἀρ­χί­ζει νὰ τοῦ χα­ϊ­δεύ­ει τὴν πλά­τη. Τὸ χέ­ρι κα­τε­βαί­νει ἀ­πὸ τὴν πλά­τη πρὸς τὰ ὀ­πί­σθια. Χω­ρὶς πο­λὺ κου­ρά­γιο γιὰ νὰ τῆς πεῖ ὅ­τι μό­λις αὐ­να­νί­στη­κε, ὁ Ζγκ­ντ τῆς λέ­ει ὅ­τι δὲν ἔ­χει ὄ­ρε­ξη. Ἡ Μπστ στα­μα­τᾶ νὰ τὸν χα­ϊ­δεύ­ει. Ἀ­κο­λου­θεῖ μί­α σύν­το­μη σι­ω­πή, πο­λὺ μα­κρά, καὶ ἐ­πι­στρέ­φει στὸ κρε­βά­τι της. Ἐ­κεῖ­νος ἀ­κού­ει πῶς πα­ρα­με­ρί­ζει τὰ σεν­τό­νια, πῶς ξα­πλώ­νει μέ­σα, πῶς ἀλ­λά­ζει πλευ­ρό. Σὲ κά­θε ἀλ­λα­γὴ πλευ­ροῦ, πολ­λα­πλα­σι­ά­ζον­ται οἱ τύ­ψεις τοῦ Ζγκ­ντ ποὺ αὐ­να­νί­στη­κε χω­ρὶς νὰ προ­σπα­θή­σει πρῶ­τα νὰ μά­θει ἂν ἡ Μπστ θὰ ἤ­θε­λε νὰ πη­δη­χτοῦν. Αἰ­σθά­νε­ται, ἐ­πί­σης, ἔ­νο­χος ποὺ δὲν τῆς εἶ­πε τὴν ἀ­λή­θεια. Τό­σο λί­γη ἐμ­πι­στο­σύ­νη ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σά τους, τό­σο ξέ­νοι ἔ­χουν γί­νει πλέ­ον, ποὺ οὔ­τε αὐ­τὸ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τῆς πεῖ; Ἀ­κρι­βῶς γιὰ νὰ ἀ­πο­δεί­ξει ὅ­τι δὲν εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­πο­ξε­νω­μέ­νοι, ὅ­τι ἀ­κό­μη ὑ­πάρ­χει μιὰ σπί­θα ἐμ­πι­στο­σύ­νης, ὅ­τι ἴ­σως θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἀ­να­ζω­ο­γο­νή­σουν τὴ φλό­γα, παίρ­νει θάρ­ρος, γυρ­νᾶ πρὸς τὸ μέ­ρος της καὶ ὁ­μο­λο­γεῖ ὅ­τι πρὶν με­ρι­κὰ λε­πτὰ εἶ­χε αὐ­να­νι­στεῖ, για­τὶ πί­στευ­ε πὼς ἐ­κεί­νη δὲν θὰ εἶ­χε ὄ­ρε­ξη νὰ πη­δη­χτοῦν. Ἡ Μπστ δὲν λέ­ει τί­πο­τα.
       Κά­ποι­α λε­πτὰ ἀρ­γό­τε­ρα, ὁ Ζγκ­ντ ὑ­πο­θέ­τει, ἀ­πὸ τοὺς συγ­κε­κα­λυμ­μέ­νους θο­ρύ­βους ποὺ φτά­νουν ὣς αὐ­τόν, ὅ­τι ἡ Μπστ αὐ­να­νί­ζε­ται. Ὁ Ζγκντ νι­ώ­θει μιὰ ἀ­πέ­ραν­τη θλί­ψη. Σκέ­φτε­ται ὅ­τι ἡ ζω­ὴ εἶ­ναι γκρο­τέ­σκα καὶ ἄ­δι­κη, καὶ ξε­σπᾶ σὲ κλά­μα­τα. Κλαί­ει μὲ τὸ πρό­σω­πο στὸ μα­ξι­λά­ρι, πι­έ­ζον­τάς το ὅ­σο πιὸ βα­θιὰ μπο­ρεῖ. Τὰ δά­κρυ­α εἶ­ναι ἄ­φθο­να καὶ ζε­στά. Κι ὅ­ταν ἀ­κού­ει ὅ­τι ἡ Μπστ πνί­γει τὸ τε­λευ­ταῖ­ο βογ­κη­τὸ μὲ τὴν πα­λά­μη, φω­νά­ζει μὲ μιὰ φω­νὴ ποὺ εἶ­ναι ἡ φω­νὴ ποὺ ἐ­κεί­νη δαγ­κώ­νει.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πηγή: Δημοσιεύτηκε στὸ El per­què de tot ple­gat, Βαρ­κε­λώ­νη: Quaderns Cre­ma, 1999.

Κὶμ Μουν­ζὸ (Quim Monzó) (Βαρ­κε­λώ­νη, 1952). Κα­τα­λα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας μυ­θι­στο­ρη­μά­των καὶ δι­η­γη­μά­των, καὶ ἀρ­θρο­γρά­φος. Τὰ ἔρ­γα του ἔ­χουν με­τα­φρα­στεῖ σὲ πά­νω ἀ­πὸ εἴ­κο­σι γλῶσ­σες. Ὁ ἴ­διος ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἔρ­γα ἄλ­λων συγ­γρα­φέ­ων, ὅ­πως οἱ Ἄρ­θουρ Μίλ­λερ, Τρού­μαν Κα­πό­τε καὶ Ἔρ­νε­στ Χέ­μιν­γου­ε­ϊ, πρὸς τὰ κα­τα­λα­νι­κά. Ἔ­χει κερ­δί­σει δι­ά­φο­ρα βρα­βεῖ­α, με­τα­ξὺ αὐ­τῶν τὸ Βρα­βεῖ­ο Κρι­τι­κῆς Serra d’ Or τὸ 1981 γιὰ τὸ βι­βλί­ο Olivetti, Moulinex, Chaffoteaux et Maury, τὸ Βρα­βεῖ­ο Κα­τα­λα­νῶν συγ­γρα­φέ­ων καὶ τὸ Ἐ­θνι­κὸ Βρα­βεῖ­ο Λο­γο­τε­χνί­ας τὸ 2000 γιὰ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των Vuitanta-sis contes. Tὸ 2007 τοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε ἡ ἐ­ναρ­κτή­ριος ὁ­μι­λί­α γιὰ τὴν Δι­ε­θνῆ Ἔκ­θε­ση Βι­βλί­ου τῆς Φραν­κφούρ­της, τὴν ὁ­ποί­α ἔ­γρα­ψε σὲ μορ­φὴ δι­η­γή­μα­τος. Εἶ­ναι τα­κτι­κὸς συ­νερ­γά­της τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας La Vanguardia.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά:


Δα­νά­η Τα­χτα­ρᾶ (Ἀ­θή­να, 1987). Με­τα­φρά­στρια καὶ ὑ­πο­ψή­φια δι­δά­κτωρ Με­τά­φρα­σης τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς Μά­λα­γα. Σπού­δα­σε Με­τά­φρα­ση στὸ Ἰ­ό­νιο Πα­νε­πι­στή­μιο καὶ στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Μά­λα­γα (με­τα­πτυ­χια­κὸ στὴ Με­τά­φρα­ση γιὰ τὸν Ἐκ­δο­τι­κὸ Κό­σμο). Με­τα­φρά­σεις της Ἰ­σπα­νῶν ποι­η­τῶν ἔ­χουν δη­μο­σι­ευ­τεῖ στὸ πε­ρι­ο­δι­κό e-poema. Γιὰ τὸ ἱ­στο­λό­γιό μας ἐ­πι­με­λή­θη­κε τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα στὸν Ἰ­σπα­νὸ συγ­γρα­φέα Μανου­ὲλ Ἐ­σπά­δα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου