Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Τὰ τρα­γού­δια ποὺ ἄ­ρε­σαν στὸν Λέ­νιν

Tου Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) :
OΤΑΝ ΕΡΧΕΤΑΙ ἡ ὥ­ρα νὰ κλεί­σεις τὸ σπί­τι τῶν γο­νι­ῶν σου, εἶ­ναι σὰν νὰ βυ­θί­ζε­σαι σ’ ἕ­να χῶ­ρο ξέ­νο καί, ταυ­τό­χρο­να, οἰ­κεῖ­ο. Ὅ­σο ὅ­λα ἀ­κό­μα εἶ­ναι στὴν ἀρ­χή, ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ἐ­ναλ­λα­κτι­κές: νὰ κρα­τή­σεις ἢ νὰ κα­τα­στρέ­ψεις. Ἂν εἶ­σαι ὑ­περ­βο­λι­κὰ συν­τη­ρη­τι­κός, θὰ κα­τα­λή­ξεις νὰ νοι­κιά­σεις μιὰ ἀ­πο­θή­κη γιὰ νὰ φυ­λά­ξεις τὰ ἔ­πι­πλα ἢ νὰ φορ­τώ­σεις τὸ δι­κό σου σπί­τι σὲ τέ­τοι­ο βαθ­μὸ ποὺ νὰ ἀλ­λοι­ώ­σεις τὸ χα­ρα­κτή­ρα του. Ἂν εἶ­σαι ὑ­περ­βο­λι­κὰ ρι­ζο­σπα­στι­κός, στὴν ἀρ­χὴ θὰ ἀ­να­κου­φι­στεῖς θυ­σι­ά­ζον­τας τό­σα πράγ­μα­τα. Ὡ­στό­σο, πο­λὺ σύν­το­μα θὰ θε­λή­σεις νὰ ξα­να­δεῖς τὸ ἄλ­μπουμ μὲ τὶς φω­το­γρα­φί­ες, νὰ ἀ­να­κτή­σεις τὸ τη­γά­νι ποὺ ἔ­κα­νε τὶς ἀ­ξέ­χα­στες ὀ­με­λέ­τες ἢ νὰ ἀ­κού­σεις τοὺς δί­σκους μὲ τὴν πα­ρα­δο­σια­κὴ μου­σι­κὴ τῆς Βό­ρειας Κο­ρέ­ας. Τό­τε θὰ λυ­πη­θεῖς ποὺ τὰ ἔ­χεις πε­τά­ξει· πί­στευ­ες ὅ­τι ἦ­ταν σα­βού­ρα ἀ­πὸ τὴν ὁ­ποί­α ἔ­πρε­πε νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖς ὁ­πωσ­δή­πο­τε, ἐ­νῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ἦ­ταν ἡ ἄγ­κυ­ρα ποὺ σὲ βο­η­θοῦ­σε νὰ μὴν χα­θεῖς. Ἂν σὲ ὅ­λη αὐ­τὴ τὴ δι­α­δι­κα­σί­α ἐ­πεμ­βαί­νει ἡ οἰ­κο­γέ­νειά σου, τὰ πάν­τα δι­αι­ω­νί­ζον­ται. Κα­θέ­να ἀ­πὸ τὰ ἀ­δέλ­φια ξα­να­βρί­σκει ἐ­ρε­θί­σμα­τα ποὺ ἀρ­νεῖ­ται νὰ ἀ­πο­ποι­η­θεῖ. Κα­θέ­να ἀ­πὸ τὰ ἐγ­γό­νια θε­ω­ρεῖ ὅ­τι δὲν πρέ­πει νὰ πε­τα­χτεῖ τί­πο­τα, ἐ­νῶ ὑ­πάρ­χει πάν­τα κά­ποι­ος πού, μὲ πα­ρά­ται­ρη με­γα­λο­πρέ­πεια, προ­τεί­νει μιὰ δω­ρε­ὰ σὲ κά­ποι­ο μου­σεῖ­ο.
Ὅ­σο κρα­τᾶ­νε οἱ ἀν­τεγ­κλή­σεις —ποὺ χα­ρα­κτη­ρί­ζον­ται ἀ­πὸ ἔλ­λει­ψη ρε­α­λι­σμοῦ καὶ μιὰ σχε­τι­κὴ μι­κρο­πρέ­πεια—, μπο­ρεῖς νὰ πε­ρά­σεις τὴν ὥ­ρα σου ἐν­το­πί­ζον­τας τὸ λί­πος στὰ πλα­κά­κια τῆς κου­ζί­νας, τὰ κα­λώ­δια ποὺ ἔ­χουν τρα­βή­ξει οἱ τε­χνι­κοὶ τῆς ἑ­ται­ρεί­ας ποὺ πῆ­ραν τὸ με­τρη­τή, τὸ πλῆ­θος συν­δε­τή­ρων στὸ πά­τω­μα καὶ τὶς ἀλ­λα­γὲς τό­νου τῆς μπο­γιᾶς στὸ τα­βά­νι, ἀ­πο­λι­θώ­μα­τα ἀ­πὸ τὶς πλημ­μύ­ρες τοῦ πά­νω δι­α­με­ρί­σμα­τος. Ἂν δὲν ἔ­χεις μὲ ποι­ὸν νὰ τσα­κω­θεῖς, ὅ­λα θὰ ἐ­ξε­λι­χθοῦν κα­τὰ τρό­πο πιὸ ἤ­ρε­μο. Θὰ ἔ­χεις χρό­νο γιὰ νὰ κον­το­στα­θεῖς μπρο­στὰ σὲ μι­σο­ξε­χα­σμέ­νους θη­σαυ­ρούς: μὲ με­γά­λη προ­σο­χή, θὰ φυ­λά­ξεις τὶς φω­το­γρα­φί­ες τῆς σι­ω­πη­λῆς καὶ ἀ­πο­σι­ω­πη­μέ­νης ἀ­δελ­φῆς. Θὰ τὴν ἀ­να­κα­λύ­ψεις μὲ τὴ συγ­κί­νη­ση καὶ τὴν ἔκ­πλη­ξη τῆς πρώ­της φο­ρᾶς, πε­ρι­τρι­γυ­ρι­σμέ­νη ἀ­πὸ τσε­χοσ­λο­βά­κι­κα δέν­τρα, τό­σο ἀ­σπρό­μαυ­ρη ὅ­σο καὶ ἡ στο­λὴ ποὺ φο­ροῦ­σαν οἱ κα­λό­γρι­ες τοῦ Ἐ­ρυ­θροῦ Σταυ­ροῦ οἱ ὁ­ποῖ­ες τὴ φρόν­τι­σαν μέ­χρι τὸ τέ­λος· ἢ μ’ ἕ­να κλα­δά­κι ἀ­νά­με­σα στὰ κα­τα­ναγ­κα­στι­κὰ νευ­ρώ­δη δά­χτυ­λά της, χα­μο­γε­λών­τας δί­χως νὰ τὸ ἀν­τι­λαμ­βά­νε­ται, μὲ τὴν ἔκ­φρα­ση τοῦ δι­ε­θνι­στι­κοῦ συν­δρό­μου, κοι­τά­ζον­τας πέ­ρα ἀ­πὸ τὴν κοι­λά­δα μὲ τοὺς μι­κροὺς λό­φους. Καί, πα­ρ’ ὅ­λο ποὺ θὰ εἶ­σαι εὐ­γνώ­μων ποὺ δὲν εἶ­ναι κά­ποι­ος ἄλ­λος κον­τά σου ἐ­κεί­νη τὴ στιγ­μή, ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι ὅ­τι θὰ σοῦ λεί­πει ἡ ἀν­ταλ­λα­γὴ ἀ­πό­ψε­ων καί, σὲ πε­ρί­πτω­ση ποὺ ἔ­χεις ἀ­δέλ­φια, τὰ γέ­λια ποὺ θὰ μοι­ρα­ζό­σουν μα­ζί τους. Μιὰ συμ­βου­λή: Ἂν κά­ποι­α φο­ρὰ σοῦ τύ­χει ὁ κλῆ­ρος νὰ ἀ­δειά­σεις τὸ σπί­τι τῶν γο­νιῶν σου, μὴν δι­α­νο­η­θεῖς νὰ σε­βα­στεῖς τοὺς κα­νό­νες πε­ρὶ ἄ­χρη­στων ὑ­λι­κῶν καὶ ἀ­να­κύ­κλω­σης. Ἂν βαλ­θεῖς νὰ ξε­χω­ρί­σεις τὸ γυα­λὶ ἀ­πὸ τὰ πη­χά­κια τῶν κά­δρων ἢ ἀ­πὸ τὶς κορ­νί­ζες καὶ τὰ πα­σπαρ­τοὺ ὅ­λων τῶν φω­το­γρα­φι­ῶν —ποὺ πλέ­ον ἔ­χουν με­τα­τρα­πεῖ σὲ ἑ­βδο­μήν­τα ὀ­χτὼ καρ­φιὰ ἀ­πὸ τὰ ὁ­ποῖ­α τώ­ρα κρέ­μον­ται μό­νο πα­ραλ­λη­λό­γραμ­μα πε­ρι­γράμ­μα­τα ἀ­πὸ σκου­ρό­χρω­μη σκό­νη—, στὸ τέ­λος θὰ τρε­λα­θεῖς. Τὸ στρογ­γυ­λὸ ἄ­νοιγ­μα τοῦ κά­δου γιὰ ἀ­να­κύ­κλω­ση γυα­λιοῦ εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὰ μι­κρὸ καὶ δὲν παίρ­νει με­γά­λα ἀν­τι­κεί­με­να, συ­νε­πῶς, προ­η­γου­μέ­νως, θὰ πρέ­πει νὰ τὰ σπά­σεις καί, ἂν εἶ­σαι ἀ­δέ­ξιος, θὰ κο­πεῖς ἢ θὰ ἀ­κρω­τη­ρια­στεῖς. Τὸ νὰ δι­α­λέ­ξεις ἀ­νά­με­σα στὸν κά­δο ἀ­πορ­ριμ­μά­των καὶ στὶς κοῦ­τες ὅ­που φυ­λᾶς ὅ­λα τὰ ἀν­τι­κεί­με­να στὰ ὁ­ποῖ­α ἔ­χει ἀ­πο­νε­μη­θεῖ χά­ρη —ὅ­πως γί­νε­ται μὲ τοὺς πιὸ γεν­ναί­ους ταύ­ρους στὶς κα­λύ­τε­ρες ταυ­ρο­μα­χί­ες— εἶ­ναι, μὲ δι­α­φο­ρά, τὸ πιὸ συ­ναρ­πα­στι­κό. Μὲ κά­θε ἀ­πό­φα­ση εἶ­ναι σὰν νὰ περ­νᾶς ἐ­ξε­τά­σεις ποὺ σοῦ φτύ­νουν κα­τά­μου­τρα πράγ­μα­τα πα­σι­φα­νῆ ποὺ ὅ­μως δὲν τὰ εἶ­χες σκε­φτεῖ πο­τέ. Πῶς ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­ται κα­νεὶς τὴν πα­τρι­κὴ κλη­ρο­νο­μιὰ σ’ ἕ­να νοι­κι­α­σμέ­νο δι­α­μέ­ρι­σμα; Πῶς νὰ αἰ­σθαν­θεῖς μέ­ρος ἑ­νὸς σπι­τιοῦ ὅ­ταν σὲ ἔ­χουν γα­λου­χή­σει μὲ τὴν πε­ποί­θη­ση ὅ­τι ἡ ἰ­δι­ο­κτη­σί­α εἶ­ναι κλο­πή; Καί, ξαφ­νι­κά, σὰν καί­ρια ἀ­νά­μνη­ση ποὺ θὰ ξε­πη­δή­σει ἀ­πὸ τὴν ἴ­δια σου τὴ ζω­ή, θὰ ἀ­παγ­γεί­λεις νο­ε­ρὰ τὸ ποί­η­μα τοῦ Γκαμ­πρι­ὲλ Ἀ­ρέ­στι ποὺ ἔ­μα­θες στὴ διά­ρκεια τῆς θη­τεί­ας σου ἀ­πὸ τοὺς πιὸ Βά­σκους ἀ­πὸ τοὺς Βά­σκους φί­λους σου, ὅ­ταν μό­λις εἶ­χες ἀρ­χί­σει νὰ δι­αι­σθά­νε­σαι ὅ­τι, ἴ­σως κά­ποι­α μέ­ρα, θὰ γι­νό­σουν συγ­γρα­φέ­ας. Θὰ ὑ­πε­ρα­σπι­σθῶ τὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα μου. / Ἐ­νάν­τια στοὺς λύ­κους, / ἐ­νάν­τια στὴν ξη­ρα­σία, / ἐ­νάν­τια στὴν το­κο­γλυ­φί­α, / ἐ­νάν­τια στὴ δι­και­ο­σύ­νη, / θὰ ὑ­πε­ρα­σπι­σθῶ τὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα μου. / Θὰ χά­σω τὰ κο­πά­δια, / τὰ πε­ρι­βό­λια, / τοὺς πευ­κῶ­νες. / Θὰ χά­σω τοὺς τό­κους, / τὰ εἰ­σο­δή­μα­τα, / τὰ με­ρί­σμα­τα, / ἀλ­λὰ θὰ ὑ­πε­ρα­σπι­σθῶ τὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα μου. Ἐ­δῶ, ἀν­τι­θέ­τως, οἱ λύ­κοι δὲν ἔ­χουν τὸ με­γα­λεῖ­ο των με­τα­φο­ρῶν. Εἶ­ναι μύ­γες με­θυ­σμέ­νες ἀ­πὸ τὴν κου­φό­βρα­ση. Εἶ­ναι ἡ ἀ­πο­τα­μί­ευ­ση γιὰ τὴν ἀ­πο­τα­μί­ευ­ση, ποὺ συγ­χέ­ε­ται μὲ τὴ σύ­νε­ση. Καὶ δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­να μέ­ρι­σμα. Ἀν­τὶ γιὰ κο­πά­δια, πε­ρι­βό­λια καὶ πευ­κῶ­νες, εἶ­χες μό­νο δυ­νά­μεις γιὰ νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖς χι­λιά­δες βι­βλί­α —ἀ­νά­με­σά τους καὶ ἕ­να τοῦ Ἀ­ρέ­στι—, βου­νὰ ἀ­πὸ χαρ­τιὰ καὶ ἔγ­γρα­φα. Τὰ δι­λήμ­μα­τα ποὺ σοῦ γεν­νι­οῦν­ται τὴν ὥ­ρα ποὺ πρέ­πει νὰ κα­τα­δι­κά­σεις ἢ νὰ ἀ­πο­νεί­μεις χά­ρη ἐ­ξαρ­τῶν­ται ἀ­πὸ πραγ­μα­τι­κό­τη­τες κα­θό­λου ποι­η­τι­κὲς καὶ ντρο­πι­α­στι­κὰ μύ­χι­ες. Τὸ πι­ο­λὲ-θερ­μό­με­τρο, ἀ­να­μνη­στι­κὸ ἀ­πὸ τὴν Κρι­μαί­α; Τοῦ ἀ­πο­νέ­με­ται χά­ρη. Ἡ πέν­θι­μη λι­θο­γρα­φί­α τοῦ Ἀν­τό­νι Τά­πι­ες; Στὸν κά­δο ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Τὸ δα­χτυ­λί­δι ποὺ φτι­ά­χτη­κε ἀ­πὸ συν­τρίμ­μια ἑ­νὸς ἀ­με­ρι­κα­νι­κοῦ βομ­βαρ­δι­στι­κοῦ Β-52 ποῦ εἶ­χε κα­ταρ­ρι­φθεῖ στὸ Βι­ετ­νάμ; Τοῦ ἀ­πο­νέ­με­ται χά­ρη. Ὁ δί­σκος Τὰ τρα­γού­δια ποῦ ἄ­ρε­σαν στὸν Λέ­νιν; Στὸν κά­δο ἀ­πορ­ριμ­μά­των. Πρὶν φτά­σεις σὲ αὐ­τὴ τὴ φά­ση, θὰ ἔ­χεις ἐ­πι­ζή­σει μιᾶς μα­κρᾶς δι­α­δι­κα­σί­ας ἐ­πι­λο­γῶν. Οἱ κοῦ­τες θὰ γε­μί­σουν μὲ ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α, ἀν­τί­γρα­φα κί­νη­σης λο­γα­ρια­σμῶν καὶ ταυ­τό­τη­τες —νό­μι­μες καὶ πλα­στές— καὶ τὴ χαρ­τού­ρα ποὺ κα­θι­στᾶ ἐ­πί­ση­μη τὴν ὕ­παρ­ξη κά­θε οἰ­κο­γέ­νειας – ἄ­ρα καὶ αὐ­τῆς. Σ’ ἕ­να προ­γε­νέ­στε­ρο στά­διο, τὰ χρή­σι­μα πράγ­μα­τα θὰ ἔ­χουν κα­ταλ­λή­λως ἀ­ξι­ο­ποι­η­θεῖ —καὶ ἐ­νί­ο­τε λη­στευ­θεῖ— ἀ­πὸ συγ­γε­νεῖς, φί­λους, γεί­το­νες καὶ μὴ κερ­δο­σκο­πι­κοὺς ὀρ­γα­νι­σμούς. Πιά­τα, κα­τσα­ρό­λες, μα­χαι­ρο­πί­ρου­να, πο­δι­ές, μπουρ­νού­ζια, τά­περ, πλε­χτὰ κου­βερ­λὶ ἀλ­λὰ καὶ ἐκ­δό­σεις ἀ­πὸ τὴν ἐ­πο­χὴ τῆς πρώ­της ἢ τῆς δεύ­τε­ρης πα­ρα­νο­μί­ας (μιὰ πε­ρί­ο­δος ποὺ πάν­τα εἶ­χε γε­ω­λο­γι­κὴ δι­ά­στα­ση: πλει­στό­και­νος, ὁ­λό­και­νος, πα­ρα­νο­μί­α). Τὰ ροῦ­χα θὰ ἔ­χουν δω­ρι­στεῖ γιὰ τὴν ἀ­γα­θο­ερ­γί­α, ποὺ τώ­ρα ἔ­χει με­το­νο­μα­στεῖ, χά­ρη σὲ μιὰ ση­μα­σι­ο­λο­γι­κὴ μα­νού­βρα, σὲ ἀλ­λη­λεγ­γύ­η. Εἶ­ναι ση­μαν­τι­κὸ νὰ μὴν σὲ πά­ρει ἀ­πὸ κά­τω. Ἡ δύ­να­μη κά­ποι­ων ἀ­να­μνή­σε­ων εἶ­ναι ὀ­λέ­θρια. Κερ­δί­ζεις θύ­μι­σες, χά­νεις τὴν ἰ­σορ­ρο­πί­α σου. Πρέ­πει νὰ θω­ρα­κι­στεῖς ἀ­πέ­ναν­τί σε αὐ­τὲς τὶς ἐ­νέ­δρες, ἀ­κό­μα καὶ ἂν γι’ αὐ­τὸ θὰ πρέ­πει νὰ πι­εῖς —κα­τὰ προ­τί­μη­ση τὴ σλι­βο­βί­τσα ἀ­πὸ τὸ ἔ­πι­πλο-μπάρ, ἕ­να λι­κὲρ πού, πε­ρισ­σό­τε­ρο καὶ ἀ­πὸ ζα­λά­δα, προ­κα­λεῖ βαλ­κα­νι­κὴ ἀ­μνη­σί­α—, νὰ ἀ­πο­τι­νά­ξεις τὶς ἀ­να­στο­λές σου καὶ νὰ ἀ­παλ­λα­γεῖς ἀ­πὸ τὰ προ­σκόμ­μα­τα ποὺ μπο­ρεῖ νὰ σὲ ἐμ­πο­δί­σουν νὰ φέ­ρεις σὲ πέ­ρας τὸ πρό­γραμ­μά σου (τρί­α δρο­μο­λό­για μέ­χρι τὸν κά­δο ἀ­πορ­ριμ­μά­των γιὰ κά­θε κού­τα ποὺ τῆς ἀ­πο­νε­μή­θη­κε χά­ρη εἶ­ναι μιὰ λο­γι­κὴ ἀ­να­λο­γί­α). Τὰ ἔ­πι­πλα θὰ τὰ ἀ­να­λά­βει κά­ποι­α ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ Δή­μου ποὺ θὰ στεί­λει μιὰ ὁ­μά­δα ἀ­πὸ ἐρ­γά­τες. Τὸ νὰ τοὺς βλέ­πεις νὰ ἐρ­γά­ζον­ται εἶ­ναι ἕ­να θέ­α­μα ποὺ δὲν πρέ­πει νὰ χά­σεις: πέν­τε ὧ­ρες χο­ρο­γρα­φί­ας σὲ ἀ­σαν­σὲρ καὶ σκά­λες, μὲ ξε­μον­τα­ρι­σμέ­να ρά­φια, μὲ πράγ­μα­τα πού, ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς ὅ­πως εἶ­χαν μπεῖ μὲ πί­ε­ση, πρέ­πει ἐ­πί­σης νὰ βγοῦν μὲ πί­ε­ση, μὲ ται­νί­ες συ­σκευ­α­σί­ας ποὺ οὐρ­λιά­ζουν ἀ­πὸ πό­νο καί, ὡς μου­σι­κὴ ὑ­πό­κρου­ση, ἕ­να ρε­περ­τό­ριο ἀ­πὸ τρα­γού­δια ποὺ σφυ­ρί­ζει ὁ ἐ­πι­κε­φα­λῆς τῆς ὁ­μά­δας – κα­μί­α σχέ­ση μὲ ἐ­κεῖ­να ποὺ ἄ­ρε­σαν στὸν Λέ­νιν. Καί, ἀ­φοῦ πλέ­ον ἀ­δειά­σει τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα, θὰ εἶ­σαι πε­πει­σμέ­νος ὅ­τι δὲν ἦ­ταν τε­λι­κὰ ἀ­ναγ­καῖ­ο νὰ σοῦ κλέ­ψουν τὰ ὅ­πλα γιὰ νὰ ὑ­πε­ρα­σπι­στεῖς, μὲ τὰ ἴ­δια σου τὰ χέ­ρια, τὸ σπί­τι τοῦ πα­τέ­ρα σου. Καὶ κα­νέ­νας δὲν θὰ χρεια­στεῖ νὰ που­λή­σει τὴν ψυ­χή του καὶ νὰ χά­σει τοὺς ἀ­πο­γό­νους του γιὰ νὰ κρα­τη­θεῖ ὄρ­θιος. Δὲν θὰ μπο­ρεῖς πλέ­ον νὰ κα­θί­σεις που­θε­νὰ για­τί δὲν θὰ ὑ­πάρ­χουν κα­ρέ­κλες, οὔ­τε κρε­βά­τια καὶ τὸ πά­τω­μα θὰ εἶ­ναι ὑ­περ­βο­λι­κὰ βρό­μι­κο καὶ σκο­νι­σμέ­νο. Καὶ τό­τε, σὰν μιὰ ἀ­να­πάν­τε­χη ἀ­λή­θεια, θὰ σὲ κα­τα­κλύ­σει ἡ αἴ­σθη­ση ὅ­τι μιὰ πε­ρί­ο­δος ὁ­λο­κλη­ρώ­θη­κε, ὅ­τι φαι­νο­με­νι­κὰ πέ­ρα­σες τὶς ἐ­ξε­τά­σεις, ἀλ­λά, στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ἔ­χεις κο­πεῖ (θὰ ἀ­να­ρω­τη­θεῖς ἄν, τὸ νὰ κλεί­σεις τὸ σπί­τι κά­ποι­ου ποὺ πλέ­ον δὲν εἶ­ναι στὴ ζω­ὴ ἢ ποὺ ἀ­ναγ­κά­στη­κε νὰ φύ­γει γιὰ ἀλ­λοῦ για­τί πλέ­ον δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ τὰ βγά­λει πέ­ρα μό­νος του, ση­μαί­νει, κα­τὰ βά­θος, ὅ­τι πα­ρα­δί­νε­σαι). Καὶ θὰ νι­ώ­σεις ὅ­πως οἱ νι­κη­μέ­νοι τῶν με­γά­λων ἀ­θλη­τι­κῶν τε­λι­κῶν πού, πα­ρὰ τὴν ἥτ­τα, εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι, λό­γω πρω­το­κόλ­λου, νὰ πα­ρα­μεί­νουν στὸν ἀ­γω­νι­στι­κὸ χῶ­ρο, πε­ρι­μέ­νον­τας τὴ χει­ρα­ψί­α τῶν ἀρ­χῶν καὶ τὸ με­τάλ­λιο τῆς πα­ρη­γο­ριᾶς. Πα­ρη­γο­ριὰ ποὺ ἔ­κλει­σες ἐ­πι­τέ­λους τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα, τε­λευ­ταί­α ἐκ­κρε­μό­τη­τα σὲ μιὰ μα­κρὰ λί­στα τε­λευ­ταί­ων ἐ­πι­θυ­μι­ῶν. Πα­ρη­γο­ριὰ γι’ αὐ­τὸ ποὺ εἶ­ναι —θὰ τὸ αἰ­σθαν­θεῖς ἀ­κό­μα πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴ στιγ­μὴ ποὺ θὰ κλεί­νεις ὁ­ρι­στι­κὰ τὴν πόρ­τα— ἡ ἀ­πό­λυ­τη θλί­ψη για­τί τε­λι­κὰ δὲν βρῆ­κες τρό­πο νὰ τι­μή­σεις μὲ τὴν ἀ­πα­ραί­τη­τη ζέ­ση καὶ πί­στη οὔ­τε τὸ σπί­τι οὔ­τε τοὺς γο­νεῖς σου.

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τικὸ πο­δή­λα­το) (Ἐκ­δό­σεις Quaderns Crema, Βαρ­κε­λώ­νη, 2010). Τώρα καὶ στὰ ἑλ­λη­νι­κά: Τὸ στα­τι­κὸ πο­δη­λά­το (ἐκδ. Μιχάλη Σιδέρη, 2013).

Σέρζι Πάμιες (Sergi Pàmies) (Πα­ρί­σι, 1960). Ἐμ­φα­νί­στη­κε στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ γράμ­μα­τα μὲ τὶς συλ­λο­γὲς δι­η­γη­μά­των T’hauria de caure la cara de vergonya τὸ 1986 καὶ Infecció τὸ 1987. Μὲ τὸ La primera pedra (1990) ὁ Πά­μι­ες θὰ ξε­κι­νή­σει τὸ μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό του ἔρ­γο γιὰ νὰ ἀ­κο­λου­θή­σουν τὰ L’instint τὸ 1992 καὶ τὸ Sentimental τὸ 1995. Ὁ συγ­γρα­φέ­ας θὰ ἐ­πι­στρέ­ψει στὴ σύν­το­μη ἀ­φή­γη­ση μὲ τὶς συλ­λο­γὲς La gran novel·la sobre Barcelona τὸ 1997, L’últim llibre del Sergi Pàmies τὸ 2000, Si menges una llimona sense fer ganyotes τὸ 2006 [Μπο­ρεῖς νὰ φᾶς λε­μό­νι καὶ νὰ μὴν ξι­νί­σεις τὰ μοῦ­τρα σου;, Ἐκ­δό­σεις Πά­πυ­ρος, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος, Εὐ­ρυ­βιά­δης Σο­φός], La bicicleta estàtica (Τὸ στα­τι­κὸ πο­δή­λα­το, Ἐκ­δό­σεις Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, μφρ. Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος) καὶ Cancons d’amor i de pluja τὸ 2013. Ἀρ­θρο­γρα­φεῖ στὴν ἐ­φη­με­ρί­δα τῆς Βαρ­κε­λώ­νης La Vanguardia. Ὁ Σέρ­ζι Πά­μι­ες ἔ­χει με­τα­φρά­σει στὰ κα­τα­λα­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Guillaume Apollinaire, Jean-Philippe Toussaint, Agota Kristof, Frédéric Beigbeder κ.ἄ.

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ κα­τα­λα­νι­κά:

Κων­σταν­τῖ­νος Πα­λαι­ο­λό­γος (Ἀ­θή­να 1963). Ἐ­πί­κου­ρος κα­θη­γη­τὴς Με­τα­φρα­σε­ο­λο­γί­ας στὸ Ἀ­ρι­στο­τέ­λει­ο Πα­νε­πι­στή­μιο Θεσ­σα­λο­νί­κης. Δι­δά­σκει, ἐ­πί­σης, ἰ­σπα­νι­κὴ λο­γο­τε­χνί­α στὸ Ἑλ­λη­νι­κὸ Ἀ­νοι­κτὸ Πα­νε­πι­στή­μιο. Ἔ­χει με­τα­φρά­σει ἀ­πὸ τὰ ἰ­σπα­νι­κὰ στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ ἔρ­γα τῶν Ε. Σάμ­πα­το, Μ. Ἀλ­το­λαγ­κί­ρε, Ι. Ἀλ­δε­κό­α, Μ. Βάθ­κεθ Μον­ταλ­μπάν, Χ. Γι­α­μα­θά­ρες, Ρ. Τσίρ­μπες, Χ. Ἀ­γέ­στα, Λ.Μ. Πα­νέ­ρο, Σ. δὲ Τό­ρο, Α. Μπρά­ις Ἐ­τσε­νί­κε, Ἀ. Τρα­πι­έ­γιο, Ἀ. Γκα­μο­νέ­δα, Σ. Πά­μι­ες καὶ Ἀ. Κου­έ­το με­τα­ξὺ ἄλ­λων.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου