Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2015

Πρόδρομος Χ. Μάρκογλου : Εἴ­μα­στε μεῖς, Ἑλ­λά­δα, τὰ παι­διά σου


ΟΛΗ ΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ τὰ σχο­λεῖ­α ἦ­ταν κλει­στά. Τὰ εἴ­χα­νε κλεί­σει, οἱ Βούλ­γα­ροι στὴν προ­σπά­θειά τους ν' ἀ­φελ­λη­νί­σουν τὴν πε­ρι­ο­χή μας, κα­θὼς τὴν εἶ­χαν προ­σαρ­τή­σει στὸ βα­σί­λει­ό τους. Ὅ­ταν τὸν Σε­πτέμ­βρη τοῦ 1944 ὁ ΕΛΑΣ μπῆ­κε στὴν πό­λη, σχε­δὸν ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ ἕ­ναν μή­να, ἄ­νοι­ξαν καὶ πά­λι τὰ σχο­λεῖ­α μας. Ἦ­ταν ἡ πε­ρί­ο­δος τῆς Λα­ο­κρα­τί­ας.
       Οἱ αἴ­θου­σες ἦ­ταν πα­γω­μέ­νες καὶ τὰ τζά­μια στὰ πα­ρά­θυ­ρα σπα­σμέ­να. Ἐ­λά­χι­στα θρα­νί­α εἶ­χαν δι­α­σω­θεῖ ἀ­πὸ τοὺς Γερ­μα­νούς, ποὺ εἶ­χαν με­τα­τρέ­ψει τὸ σχο­λεῖ­ο σὲ στρα­τώ­να. Ἔ­τσι, μὲ τὴν προ­τρο­πὴ τοῦ δα­σκά­λου μας, ἦ­ταν ἕ­νας γεί­το­νάς μας φοι­τη­τὴς τῆς Νο­μι­κῆς, δώ­σα­με τὰ θρα­νί­α στὰ κο­ρί­τσια κι ἐ­μεῖς τ' ἀ­γό­ρια κα­θό­μα­σταν πά­νω σε κού­τσου­ρα, ποὺ εἴ­χα­με κου­βα­λή­σει ἀ­π' τὸ βου­νὸ κι ἀ­πὸ τοὺς δι­ά­φο­ρους κή­πους. Γιὰ νὰ γρά­φου­με εἴ­χα­με ἕ­να πα­λιὸ σα­νί­δι πά­νω στὰ γό­να­τά μας· ἐ­κεῖ ἀ­κουμ­πού­σα­με τὰ χαρ­τιὰ ἢ τὴν πλά­κα μας, γιὰ νὰ χα­ράσ­σου­με τὶς πρῶ­τες μας προ­τά­σεις. Ὁ δά­σκα­λος μᾶς ἐμ­ψύ­χω­νε: «Τὰ πράγ­μα­τα δὲν θὰ ἦ­ταν γιὰ πάν­τα ἔ­τσι δύ­σκο­λα, σύν­το­μα θ' ἀλ­λά­ζα­νε.»

       Στὰ δι­α­λείμ­μα­τα, ἀν­τὶ νὰ παί­ζου­με, φτι­ά­χνα­με μι­κροὺς σχη­μα­τι­σμοὺς κρα­τών­τας βέρ­γες στοὺς ὤ­μους μας σὰν ὅ­πλα καὶ τρα­γου­δών­τας μ' ὅ­λη μας τὴ δύ­να­μη:

Εἴ­μα­στε μεῖς, Ἑλ­λά­δα, τὰ παι­διά σου

Συγ­κεν­τρω­μέ­να πά­νω στὰ βου­νὰ

Καὶ γιὰ σέ­να καὶ γιὰ τὴ λευ­τε­ριά σου

Θ' ἀ­γω­νι­στοῦ­με ὅ­λοι μὲ καρ­διά.

 

Δὲν μᾶς τρο­μά­ζουν τῶν Γερ­μα­νῶν τὰ βό­λια

Τῶν φα­σι­στῶν τὰ ἄ­δο­ξα σπα­θιὰ

Τό '­χου­με γρά­ψει βα­θιὰ μὲς στὴν καρ­διά μας

Λα­ο­κρα­τί­α καὶ ὄ­χι βα­σι­λιά.


Ἐ­κεῖ μά­θα­με τὰ πρῶ­τα γράμ­μα­τα.
       Στὸ τέ­λος τοῦ Μάρ­τη τὰ σχο­λεῖ­α καὶ πά­λι κλεί­σα­νε. Ἀρ­χὲς τοῦ Ἀ­πρί­λη ἄρ­χι­σαν νὰ κα­τα­φτά­νουν οἱ Ἄγ­γλοι κι ἀ­πὸ πί­σω τους τὸ πα­λιὸ κα­θε­στώς. Τὴν 25η Μαρ­τί­ου πραγ­μα­το­ποι­ή­σα­με τὴν τε­λευ­ταί­α μας συγ­κέν­τρω­ση. Κλεί­νον­τας τὴ γι­ορ­τή, ὁ δά­σκα­λος μᾶς εἶ­πε: «Μέ­χρι ἐ­δῶ ἤ­μα­σταν ἐ­μεῖς, ἀ­πὸ δῶ καὶ πέ­ρα θὰ συ­νε­χί­σε­τε μὲ ἄλ­λους, νὰ θυ­μᾶ­στε πὼς ἡ γνώ­ση εἶ­ναι δύ­να­μη, μπο­ρεῖ ν' ἀλ­λά­ξει τὸν κό­σμο, νὰ τὴν κα­τα­κτή­σε­τε για­τί πρέ­πει ν' ἀλ­λά­ξει ὁ κό­σμος, ἐ­σεῖς θ' ἀλ­λά­ξε­τε τὸν κό­σμο.»
       Κλεί­σα­με κλαί­γον­τας τὴ γι­ορ­τὴ τρα­γου­δών­τας: Εἴ­μα­στε μεῖς, Ἑλ­λά­δα, τὰ παι­διά σου...
       Δὲν ξέ­ρω τί κερ­δί­σα­με ἢ τί χά­σα­με κρα­τών­τας ἔ­κτο­τε μέ­σα μας βα­θιὰ μιὰ ἄρ­νη­ση προ­σαρ­μο­γῆς.

Πηγή: ἀπὸ τὴν συλλογὴ πεζῶν Κείμενα μικρῆς πνοῆς (ἐκδ. Κέδρος, 2009).


Πρό­δρο­μος Χ. Μάρ­κο­γλου (Κα­βά­λα, 1935). Ποί­η­ση, Δι­ή­γη­μα. Οἱ γο­νεῖς του ἦ­ταν πρό­σφυ­γες ἀ­πὸ τὴν Καπ­πα­δο­κί­α καὶ τὸν Πόν­το. Τὸ 1944 χτυ­πή­θη­κε ἀ­πὸ γερ­μα­νι­κὴ χει­ρο­βομ­βί­δα καὶ ἔ­χα­σε τὸ ἀ­ρι­στε­ρό του χέ­ρι. Σπού­δα­σε στὴν Ἀ­νώ­τα­τη Σχο­λὴ Οἰ­κο­νο­μι­κῶν καὶ Ἐμ­πο­ρι­κῶν Ἐ­πι­στη­μῶν Ἀ­θη­νῶν. Ἀ­πὸ τὸ 1971 ζεῖ στὴ Θεσ­σα­λο­νί­κη. Πρω­το­εμ­φα­νί­στη­κε στὰ γράμ­μα­τα στὴν Κα­βά­λα, τὸ 1962, μὲ τὴν ποι­η­τι­κὴ συλ­λο­γὴ Ἔγ­κλει­στοι. Ἀ­κο­λού­θη­σαν οἱ ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γὲς Χω­ρο­στάθ­μη­ση (Κα­βά­λα, 1965), Τὰ κύ­μα­τα καὶ οἱ φω­νές (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1971) κ.ἄ. Συγ­κεν­τρω­τι­κὴ ἔκ­δο­ση: Ἔ­σχα­τη ὑ­πό­σχε­ση (1958-1992) (ἐκδ. Νε­φέ­λη,  1996). Δη­μο­σί­ευ­σε καὶ τὰ πε­ζὰ Ὁ χῶ­ρος τῆς Ἰ­ω­άν­νας καὶ ὁ χρό­νος τοῦ Ἰ­ω­άν­νη (ἐκδ. Ἐ­γνα­τί­α, 1980), Στα­θε­ρὴ ἀ­πώ­λεια (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Κα­στα­νι­ώ­τη, 1992), Σπα­ράγ­μα­τα (νου­βέ­λα, ἐκδ. Νε­φέ­λη,  1997), Δι­έ­φυ­γε τὸ μοι­ραῖ­ον (δι­η­γή­μα­τα, ἐκδ. Νε­φέ­λη, 2003) κ.ἄ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου