Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 2 Δεκεμβρίου 2015

"Ἡ δι­ά­λε­ξη", του Γι­ώρ­γη Μα­νου­σά­κη


     


   
 ΕΙΧΑ ΠΡΟΣΚΛΗΘΕΙ στὴν πό­λη Ὠ­μέ­γα γιὰ νὰ δώ­σω μιὰ δι­ά­λε­ξη. Ὅ­ταν ξε­κί­νη­σε τὸ τα­ξὶ ποὺ θὰ μὲ με­τά­φε­ρε στὸ κα­θο­ρι­σμέ­νο μέ­ρος, ἀν­τι­λή­φθη­κα πὼς δὲν εἶ­χα πά­ρει τὰ πρε­σβυ­ω­πι­κά μου γυα­λιά. Πα­ρα­κά­λε­σα τὸν ὁ­δη­γὸ νὰ γυ­ρί­σο­με πί­σω, πράγ­μα ποὺ ἔ­κα­με μ’ ἀρ­κε­τὴ γκρί­νια, ἀ­νέ­βη­κα στὸ δω­μά­τιό μου, κι ὕ­στε­ρα ἀ­πὸ κά­ποι­ο ψά­ξι­μο βρῆ­κα τὴ θή­κη μὲ τὰ γυα­λιά μου στὸ συρ­τά­ρι τοῦ κο­μο­δί­νου. Εἶ­πα στὸν τα­ξιτ­ζὴ νὰ τρέ­ξει πιὸ γρή­γο­ρα, για­τί εἶ­χα χά­σει ἤ­δη, ἐν­τε­λῶς ἀ­νό­η­τα, γύ­ρω στὰ δέ­κα λε­φτά.
       Φτά­σα­με στὸν προ­ο­ρι­σμό μας ἀ­κρι­βῶς τὴν κα­νο­νι­σμέ­νη ὥ­ρα. Ἀ­νέ­βη­κα γρή­γο­ρα τὴ σκά­λα καὶ συ­νάν­τη­σα τοὺς ὀρ­γα­νω­τὲς τῆς δι­ά­λε­ξης. Τοὺς χαι­ρέ­τη­σα καὶ συμ­φω­νή­σα­με ν’ ἀρ­χί­σο­με σὲ πέν­τε λε­φτά. Ἀ­να­ζή­τη­σα τὰ γυα­λιά μου γιὰ νὰ δῶ κά­τι στὴν πρό­σκλη­ση, ἀ­να­φο­ρι­κὰ μὲ τὴ δι­α­τύ­πω­ση τοῦ θέ­μα­τος, καὶ δὲν τὰ βρῆ­κα στὴν τσέ­πη μου. Θυ­μή­θη­κα πὼς σὲ μιὰ στιγ­μή, κα­τὰ τὴ δι­α­δρο­μή, τὰ φό­ρε­σα γιὰ νὰ ρί­ξω μιὰ μα­τιὰ στὸ χει­ρό­γρα­φο καὶ φαί­νε­ται πὼς ξέ­χα­σα νὰ τὰ γυ­ρί­σω στὴ θέ­ση τους. Γιὰ δεύ­τε­ρη φο­ρὰ μὲ χτυ­ποῦ­σε ἡ ἀ­τυ­χί­α καὶ τώ­ρα τὸ χτύ­πη­μα ἤ­τα­νε σο­βα­ρό­τε­ρο. Ἀ­να­κοί­νω­σα τὸ πράγ­μα στοὺς ὀρ­γα­νω­τές. Μὲ ρώ­τη­σαν ἂν θυ­μό­μουν τὸν ἀ­ριθ­μὸ τοῦ τα­ξὶ ἢ ἔ­στω τὴν ἑ­ται­ρεί­α στὴν ὁ­ποί­α ἀ­νῆ­κε. Ὄ­χι, βέ­βαι­α. Μοῦ εἶ­παν πὼς τὰ γυα­λιὰ πι­θα­νῶς νὰ τά ’­χα­να, ὅ­μως τὸ ζή­τη­μα θὰ τα­χτο­ποι­οῦν­ταν, σί­γου­ρα, μὲ κά­ποι­α ἄλ­λα, δα­νει­κὰ γυα­λιά. Ὅ­λοι οἱ κύ­ριοι τοῦ Συλ­λό­γου προ­θυ­μο­ποι­ή­θη­καν νὰ μοῦ προ­σφέ­ρουν τὰ δι­κά τους. Πῆ­ρα τὸ πρῶ­το ζευ­γά­ρι καὶ τὰ δο­κί­μα­σα. Ἔ­νι­ω­σα με­γά­λη ἔκ­πλη­ξη, για­τί τὰ γράμ­μα­τα τῶν χει­ρο­γρά­φων μου τά ’­βλε­πα γραμ­μέ­να σὲ μιὰν ἄ­γνω­στη γλώσ­σα – πού, βέ­βαι­α, δὲ μπο­ροῦ­σα νὰ δι­α­βά­σω. Τοὺς εἶ­πα πὼς δὲν ἔ­βλε­πα κα­λὰ καὶ δο­κί­μα­σα ἕ­να δεύ­τε­ρο ζευ­γά­ρι. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ τὰ γράμ­μα­τα φαί­νον­ταν δι­α­φο­ρε­τι­κά, πάν­τα ὅ­μως σ’ ἀ­κα­τα­νό­η­τη γλώσ­σα. Τὸ ἴ­διο ἔ­γι­νε καὶ μὲ τὸ τρί­το καὶ μὲ τὸ τέ­ταρ­το ζευ­γά­ρι. Ἀ­πο­ροῦ­σα μὲ τὸ πα­ρά­δο­ξο φαι­νό­με­νο. Κά­πο­τε, ἐ­πι­τέ­λους, τὰ γράμ­μα­τά μου ἔ­γι­ναν ἀ­να­γνώ­σι­μα. Ὄ­χι πὼς τά ’­βλε­πα γραμ­μέ­να στὴ γλώσ­σα μας, ἀλ­λὰ στὰ γαλ­λι­κά, σὲ μιὰ γλώσ­σα ποὺ στὸ κά­τω κά­τω ἤ­ξε­ρα νὰ δι­α­βά­ζω. Τί θὰ γι­νό­ταν ὅ­μως μὲ τὸ ἀ­κρο­α­τή­ριο, ποὺ εἶ­χε γε­μί­σει τὴν αἴ­θου­σα καὶ φαι­νό­ταν ν’ ἀ­δη­μο­νεῖ γιὰ τὴν κα­θυ­στέ­ρη­ση τῆς ἔ­ναρ­ξης;
       Δὲν μοῦ ἔ­με­νε πα­ρὰ νὰ τοὺς μι­λή­σω στὰ γαλ­λι­κά. Σί­γου­ρα θὰ βρί­σκον­ταν κάμ­πο­σοι γαλ­λο­μα­θεῖς νὰ μὲ κα­τα­λά­βουν. Οἱ ὑ­πό­λοι­ποι, σκέ­φτη­κα —μὲ ὑ­περ­βο­λι­κὴ αὐ­το­πε­ποί­θη­ση, ὁ­μο­λο­γῶ— θὰ πα­ρα­κο­λου­θοῦ­σαν σι­ω­πη­λά, κι ἄς μὴ μ’ ἐν­νο­οῦ­σαν, ἀ­πὸ σε­βα­σμὸ πρὸς τὸ ἐ­πι­στη­μο­νι­κὸ κύ­ρος μου ὡς κα­θη­γη­τοῦ τοῦ με­γα­λύ­τε­ρου Πα­νε­πι­στη­μί­ου τῆς χώ­ρας. Τὸ πο­λύ, με­ρι­κοί, οἱ πιὸ θρα­σεῖς, νὰ ση­κώ­νον­ταν καὶ νά ’­φευ­γαν***.
       Ἀ­νέ­βη­κα στὸ βῆ­μα μὲ τὸ συ­νη­θι­σμέ­νο μου ἀ­έ­ρα. Ὅ­ταν ἄρ­χι­σα νὰ δι­α­βά­ζω ἀ­πὸ τὸ χει­ρό­γρα­φό μου, εἶ­δα τὴν ἔκ­πλη­ξη στὰ πρό­σω­πα τῶν πε­ρισ­σό­τε­ρων. Δὲν ἄρ­γη­σαν ν’ ἀρ­χί­σουν ν’ ἀλ­λη­λο­κοι­τά­ζον­ται ἐ­ρω­τη­μα­τι­κά, καὶ σὲ λί­γο νὰ συ­νο­μι­λοῦν με­τα­ξύ τους. Ξαφ­νι­κὰ κά­ποι­ος ἀ­πὸ τὰ τε­λευ­ταῖ­α κα­θί­σμα­τα ση­κώ­θη­κε καὶ φώ­να­ξε: «Γιὰ Βουλ­γά­ρους μᾶς πε­ρά­σα­τε, κύ­ρι­ε;» Τοῦ ἀ­πάν­τη­σα πὼς μι­λῶ γαλ­λι­κὰ κι ὄ­χι βουλ­γά­ρι­κα καὶ δὲν φταί­ω ἐ­γὼ ἂν δὲν μπο­ρεῖ νὰ μὲ κα­τα­λά­βει. Μο­νο­μιᾶς ση­κώ­θη­κε σχε­δὸν ὅ­λο τὸ ἀ­κρο­α­τή­ριο καὶ μὲ τὰ πρό­σω­πα κόκ­κι­να, ἄρ­χι­σαν νὰ φω­νά­ζουν ὅ­λοι μα­ζί, κα­θέ­νας τὸ δι­κό του, καὶ νὰ κου­νοῦν τὰ χέ­ρια τους πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Δὲν ξε­κα­θά­ρι­ζα τί ἔ­λε­γαν, ὅ­μως ἤ­τα­νε φα­νε­ρὸ πὼς ἦ­ταν ὀρ­γι­σμέ­νοι – δὲν ἔ­δει­χναν κα­νε­νὸς εἴ­δους σε­βα­σμό, ὅ­πως λαν­θα­σμέ­να εἶ­χα ὑ­πο­λο­γί­σει. Ἅ­πλω­σα τὰ χέ­ρια γιὰ νὰ τοὺς ἠ­ρε­μή­σω καὶ νὰ δώ­σω μιὰν ἐ­ξή­γη­ση, ὅ­μως οἱ πιὸ θυ­μω­μέ­νοι προ­χω­ρού­σα­νε κι­ό­λας πρὸς τὸ μέ­ρος μου. Κα­τέ­βη­κα ἐ­σπευ­σμέ­να ἀ­πὸ τὸ βῆ­μα καὶ βγῆ­κα ἔ­ξω ἀ­πὸ τὴν αἴ­θου­σα.
****Παρατήρηση Γιάννη Σχίζα : Προσέξτε το σαρκασμό του συγγραφέα προς την ακαδημαϊκή έπαρση.

Πη­γή (ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ): Ἀνέκδοτο διήγημα ἀπὸ τὸ ἀρχεῖο τοῦ συγγραφέα.

Γι­ώρ­γης Μα­νου­σά­κης (Χα­νιά, 1933-2008). Ποι­η­τής, πε­ζο­γρά­φος, δο­κι­μι­ο­γρά­φος. Σπού­δα­σε Φι­λο­λο­γί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀ­θη­νῶν καὶ δί­δα­ξε στὴ Μέ­ση Ἐκ­παί­δευ­ση. Δη­μο­σί­ευ­σε τὶς ποι­η­τι­κὲς συλ­λο­γές: Μο­νό­λο­γοι (Χα­νιά, 1967), Τὸ σῶ­μα τῆς σι­ω­πῆς (Χα­νιά, 1970) κ.ἄ. Τε­λευ­ταῖ­ο με­τα­θα­νά­τιο βι­βλί­ο του τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα Ἐ­θε­λον­τής (Κί­χλη, 2008).






.

  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου