Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

«Μπέρ­δε­μα». Ένα διήγημα του Χου­ὰν Χο­σὲ Μι­γιάς (Juan José Millás)





ΠΡΙΝ ΚΑΛΑ ΚΑΛΑ ξε­τυ­λί­ξω τὸ δῶ­ρο γε­νε­θλί­ων μου, ἀ­κού­στη­κε μέ­σα ἀπ’ τὸ πα­κέ­το ἕ­να κου­δού­νι­σμα: ἦ­ταν ἕ­να κι­νη­τό. Τὸ σή­κω­σα καὶ ἄ­κου­σα τὴ γυ­ναί­κα μου νὰ μοῦ εὔ­χε­ται γε­λών­τας ἀ­πὸ τὴ συ­σκευ­ὴ τοῦ ὑ­πνο­δω­μα­τί­ου. Τὴ νύ­χτα ἐ­κεί­νη, ζή­τη­σε νὰ μι­λή­σου­με γιὰ τὴ ζω­ή: γιὰ τὰ χρό­νια ποὺ ἤ­μα­σταν μα­ζὶ κι ὅ­λα αὐ­τά. Ἐ­πέ­μει­νε ὅ­μως νὰ τὸ κά­νου­με ἀ­π’ τὸ τη­λέ­φω­νο, κι ἔ­τσι πῆ­γε στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο καὶ ἀ­πὸ ἐ­κεῖ μοῦ τη­λε­φώ­νη­σε στὸ σα­λό­νι, ὅ­που εἶ­χα ἀ­πο­μεί­νει ἐ­γὼ μὲ τὸ μα­ρα­φέ­τι στὴν τσέ­πη. Μό­λις τε­λει­ώ­σα­με τὴν κου­βέν­τα πῆ­γα στὸ ὑ­πνο­δω­μά­τιο καὶ τὴ βρῆ­κα νὰ κά­θε­ται στὸ κρε­βά­τι, σκε­φτι­κή. Μοῦ εἶ­πε πὼς εἶ­χε μό­λις μι­λή­σει στὸ τη­λέ­φω­νο μὲ τὸν ἄν­τρα της καὶ ἀ­να­ρω­τι­ό­ταν ἂν θὰ ξα­να­γύ­ρι­ζε σ’ αὐ­τόν. Ἡ ἱ­στο­ρί­α μας τῆς προ­κα­λοῦ­σε ἐ­νο­χές. Ἐ­γὼ εἶ­μαι ὁ μο­να­δι­κός της σύ­ζυ­γος, κι ἔ­τσι ὅ­λο αὐ­τὸ τὸ ἐ­ξέ­λα­βα ὡς σε­ξου­α­λι­κὴ πρό­κλη­ση. Κά­να­με ἔ­ρω­τα μὲ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α δύ­ο μοι­χῶν. Τὴν ἑ­πό­με­νη μέ­ρα, ἤ­μουν στὸ γρα­φεῖ­ο κι ἔ­τρω­γα ἕ­να σάν­του­ιτς γιὰ κο­λα­τσιό, ὅ­ταν χτύ­πη­σε τὸ τη­λέ­φω­νο. Ἦ­ταν ἐ­κεί­νη, φυ­σι­κά. Εἶ­πε ὅ­τι ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νὰ μοῦ ἐ­ξο­μο­λο­γη­θεῖ πὼς εἶ­χε ἐ­ρα­στή.
Ἐ­γὼ πῆ­γα μὲ τὰ νε­ρά της για­τὶ μοῦ φά­νη­κε πὼς ἐ­κεῖ­νο τὸ παι­χνί­δι μᾶς βό­λευ­ε καὶ τοὺς δύο. Τῆς ἀ­πάν­τη­σα λοι­πὸν νὰ μὴν ἀ­νη­συ­χεῖ: εἴ­χα­με ξε­πε­ρά­σει κι ἄλ­λες κρί­σεις, κι ἔ­τσι θὰ ξε­περ­νού­σα­με κι αὐ­τήν. Τὸ βρά­δυ ξα­να­μι­λή­σα­με στὸ τη­λέ­φω­νο, ὅ­πως τὴν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα, καὶ μοῦ εἶ­πε πὼς σὲ λί­γο θὰ συ­ναν­τι­ό­ταν μὲ τὸν ἐ­ρα­στή της. Αὐ­τὸ μὲ δι­ή­γει­ρε πο­λύ, τὸ ἔ­κλει­σα ἀ­μέ­σως, πῆ­γα στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα καὶ κά­να­με ἔ­ρω­τα μέ­χρι τὸ ξη­μέ­ρω­μα. Ὅ­λη ἡ βδο­μά­δα κύ­λη­σε ἔ­τσι. Τὸ Σάβ­βα­το, τε­λι­κά, ὅ­ταν συ­ναν­τη­θή­κα­με στὴν κρε­βα­το­κά­μα­ρα με­τὰ ἀ­πὸ τὴ συ­νη­θι­σμέ­νη τη­λε­φω­νι­κὴ συ­νο­μι­λί­α, μοῦ εἶ­πε πὼς μ’ ἀ­γα­ποῦ­σε, ἀλ­λὰ ἔ­πρε­πε νὰ μ’ ἀ­φή­σει για­τὶ ὁ ἄν­τρας της τὴ χρει­α­ζό­ταν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­π’ ὅ,τι ἐ­γώ. Με­τὰ ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴ δή­λω­ση, τὰ μά­ζε­ψε καὶ ἔ­φυ­γε· ἀ­πὸ τό­τε τὸ τη­λέ­φω­νο δὲν ἔ­χει ξα­να­χτυ­πή­σει. Εἶ­μαι μπερ­δε­μέ­νος.

Πη­γή: Ἀ­πὸ τὴν ἀν­θο­λο­γί­α Por favor, sea breve 2 (ἐπ. Clara Obligado, Editorial Paginas de Espuma, Madrid, 2009).

Χου­ὰν Χο­σὲ Μι­γιάς (Juan José Millás) (Βα­λέν­θια, 1946). Συγ­γρα­φέ­ας καὶ δη­μο­σι­ο­γρά­φος. Στὰ ἑλ­λη­νι­κὰ κυ­κλο­φο­ροῦν τὰ μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του μο­να­ξιὰ ­ταν αὐ­τό, Βλά­κας, νε­κρός, μπά­σταρ­δος καὶ ­ό­ρα­τος, Λά­ου­ρα καὶ Χού­λιο (καὶ Μα­νου­έλ).

Με­τά­φρα­ση ­πὸ τὰ ­σπα­νι­κά:

­πὸ τὰ σε­μι­νά­ρια λο­γο­τε­χνι­κῆς με­τά­φρα­σης τοῦ ­σπα­νι­κοῦ τμή­μα­τος τοῦ ΕΚΕΜΕΛ κα­τὰ τὸ ­κα­δη­μα­ϊ­κὸ ­τος 2009-2010. Συμ­με­τεῖ­χαν οἱ σπου­δά­στρι­ες: Κα­τε­ρί­να Κα­ρα­γε­ώρ­γου, Στε­φα­νί­α Κω­στού­ρου, Εἰ­ρή­νη Μαυ­ρο­μα­ρά, Μα­ρί­α Στερ­γί­ου, Μα­ρί­α Φλέσ­σα, Μαν­τὼ Χρή­στου, ­πὸ τὴν ­πο­πτεί­α τοῦ δι­δά­σκον­τα Κων­σταν­τί­νου Πα­λαι­ο­λό­γου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου