Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

Κίμων Καλαμάρας : "Αὐ­τὸς εἶ­ναι..."







ΘΑ ΤΟΝ ΔΕΙΤΕ νὰ περ­νᾶ, τρέ­χον­τας σὲ ρυθ­μοὺς προ­θέρ­μαν­σης γύ­ρω ἀ­πὸ τὸ σπί­τι σας. Θὰ εἶ­ναι πρω­ί, πο­λὺ νω­ρὶς τὸ πρω­ί, καὶ ἴ­σως νὰ μὴν τὸν προ­λά­βε­τε ὅ­λες. Μά, μέ­χρι νὰ στρι­φο­γυ­ρί­σε­τε τὸ κορ­μί σας με­ρι­κὲς ἀ­κό­μη φο­ρὲς στὸ κρε­βά­τι, σὰ χα­δι­ά­ρι­κο γα­τί, θὰ ἔ­χει ξα­να­πε­ρά­σει. Πρω­ι­νὸ τρέ­ξι­μο πρὶν τὴν ἐρ­γα­σί­α. Τὸ ἐ­ρώ­τη­μα ὅ­μως στὸ ὁ­ποῖ­ο δὲν θὰ μπο­ρέ­σει νὰ σᾶς ἀ­παν­τή­σει, εἶ­ναι για­τί γυ­μνά­ζε­ται 35 χι­λι­ό­με­τρα μα­κριὰ ἀ­πὸ τὸ σπί­τι του καὶ μά­λι­στα τέ­τοι­α ὥ­ρα. Ἐ­σεῖς, στὸ με­τα­ξὺ θὰ ἔ­χε­τε γυ­ρί­σει ἄλ­λη μιὰ φο­ρὰ πλευ­ρό. Τὸ νυ­χτι­κὸ θὰ δι­πλω­θεῖ πρὸς τὰ πά­νω καὶ σὰν στά­χυ ποὺ λυ­γί­ζει στὸν ἄ­νε­μο, θὰ λάμ­ψει γιὰ λί­γο τὸ γυ­μνό σας κορ­μί. Τὸ δεύ­τε­ρο ἐ­ρώ­τη­μα τὸ ὁ­ποῖ­ο θὰ μεί­νει ἀ­να­πάν­τη­το ἀ­φο­ρᾶ τὴ δου­λειά του. Τί δου­λειὰ ἀ­λή­θεια κά­νει; Θὰ σᾶς πῶ ἐ­γώ, κυ­ρί­ες μου, ἂν καὶ ὁ ἴ­διος θὰ τὰ ἀρ­νη­θεῖ ὅ­λα. Ἔ­πει­τα ἀ­πὸ τὸ τρέ­ξι­μο, θ' ἀ­νέ­βει στὸν Ὑ­μητ­τό, ἀ­πὸ τὴν πλευ­ρὰ ποὺ βρί­σκε­ται πιὸ κον­τὰ στὸ σπί­τι σας φυ­σι­κά. Χα­μο­γε­λών­τας, κα­θι­σμέ­νος σὲ μιὰ πέ­τρα, καὶ μὲ χρώ­μα­τα ἀ­να­πό­λη­σης ζω­γρα­φι­σμέ­να στὰ μά­τια, θὰ ἀν­τι­κρί­σει τὴν χρυ­σὴ μέ­ρα ποὺ σκαρ­φα­λώ­νει στὸν οὐ­ρα­νό. Θὰ βγά­λει τὸ μπλο­κά­κι του μή­πως προ­λά­βει νὰ σκα­ρώ­σει κά­ποι­ο ποί­η­μα, μή­πως ἡ ἔμ­πνευ­ση τὸν πα­ρα­σύ­ρει κον­τά σας μέ­σα ἀ­πὸ κά­ποι­ο σο­κά­κι μυ­στι­κό. Δὲν μπο­ροῦ­με νὰ γνω­ρί­ζου­με ἂν θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρει μιᾶς καὶ αὐ­τὸ ποὺ ἀ­γα­πά­ει πιὸ πο­λὺ δεί­χνει νὰ εἶ­στε ἐ­σεῖς, ὄ­χι ἡ ποί­η­ση· ἢ μή­πως τὸ ἀν­τί­θε­το; Μέ­σα ἀ­πὸ τὴν ποί­η­ση προ­σπα­θεῖ νὰ σᾶς ἀγ­γί­ξει.
Ἀλ­λὰ οἱ λέ­ξεις εἶ­ναι μό­νο σύμ­βο­λα καὶ ἀν­τι­κα­το­πτρι­σμοὶ καὶ σχέ­δια καὶ ἀ­να­μνή­σεις. Ψά­χνει κά­που νὰ δι­α­βά­σει ἐ­κεῖ­νες ποὺ ἔ­χει στὸ μυα­λό του, καὶ ποὺ σᾶς δεί­χνουν νὰ τοῦ κρα­τᾶ­τε τὸ χέ­ρι, ἐ­δῶ στὸ ὅ­ρος Ὑ­μητ­τός, πρό­σω­πο μὲ πρό­σω­πο. Μιὰ πε­τα­λού­δα, ἀν­τὶ γιὰ λου­λού­δι, κά­θε­ται σὲ ἕ­να πε­τα­μέ­νο πλα­στι­κὸ ἀ­πὸ πορ­το­κα­λά­δα· οἱ πρῶ­τες μαρ­γα­ρί­τες ἀν­θί­ζουν, μιὰ-δυ­ὸ πα­πα­ροῦ­νες χτί­ζουν ἕ­να ἀ­προσ­δι­ό­ρι­στο κέν­τρο. Ἡ πε­τα­λού­δα πε­τᾶ τώ­ρα σ’ ἕ­να λου­λού­δι, μα­ζεύ­ει τὴν γύ­ρη ἀ­πὸ τὴν πα­ρο­δι­κὴ αἰ­ω­νι­ό­τη­τα τῆς στιγ­μῆς καὶ ἔ­πει­τα ἀ­νοί­γει τὰ φτε­ρά.

       Εἶ­ναι ὁ μο­να­δι­κὸς ἀλ­λη­λο­γρά­φος ποὺ εἴ­χα­τε, καὶ ἂς μὴν τὸν γνω­ρί­ζα­τε κα­λὰ-κα­λά. Ἐ­κεῖ­νος ποὺ σᾶς ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κε τὴν τε­λευ­ταί­α μέ­ρα τοῦ σχο­λεί­ου τὸν ἀ­θε­ρά­πευ­το ἔ­ρω­τά του, ὁ ἴ­διος ποὺ τὸν ἀ­φή­σα­τε νὰ πε­ρι­μέ­νει σὲ ἕ­να ξε­χα­σμέ­νο ση­μεῖ­ο συ­νάν­τη­σης, σὲ μιὰ ἐ­ρη­μι­κὴ λε­ω­φό­ρο, σὲ ἕ­να γυ­μνὸ ἀλ­σύλ­λιο. Εἴ­χα­τε πι­στέ­ψει πὼς πρέ­πει νὰ ἦ­ταν τρε­λός. Ναί, ὁ ἴ­διος ποὺ βλέ­πον­τάς τον, νι­ώ­σα­τε πὼς ἡ ζω­ὴ σας μα­ζί του μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ζων­τα­νὴ ζω­ὴ καὶ ὄ­χι νε­κρή· ποὺ χα­μο­γε­λού­σα­τε, κά­θε φο­ρὰ ποὺ φέρ­να­τε τὴν εἰ­κό­να του στὸ μυα­λό σας, κά­θε φο­ρὰ ποὺ συ­ναν­τι­ό­σα­σταν γιὰ ἕ­ναν πε­ρί­πα­το γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν μη­τρο­πο­λι­τι­κὸ να­ό· στὰ σκα­λιά του στα­μα­τού­σα­τε καὶ ἀγ­γί­ζα­τε ὁ ἕ­νας τὸν ὦ­μο τοῦ ἄλ­λου. Πιὸ πέ­ρα ἡ βου­ὴ τῆς πό­λης ἔ­σβη­νε, κα­θὼς τὰ νυ­χτε­ρι­νὰ φῶ­τα τρε­μό­παι­ζαν σὰν μι­κρὰ νο­μί­σμα­τα ποὺ θάμ­πω­ναν γιὰ μιὰ στιγ­μή. Κρυ­φτή­κα­τε πί­σω ἀ­πὸ τὰ χα­λά­σμα­τα καὶ κά­να­τε... νὰ τὸ ὁ­μο­λο­γή­σω; Ναί, τε­λι­κὰ εἶ­ναι ὁ ἴ­διος ποὺ μὲ τὰ νυ­χτε­ρι­νὰ τη­λε­φω­νή­μα­τα καὶ τὴν πα­ρα­φο­ρὰ καὶ τὴν ἀ­πελ­πι­σί­α του, ἀ­παι­τοῦ­σε νὰ ἔ­χει τὴν ἀ­πο­κλει­στι­κό­τη­τά σας. Καὶ ἦ­ταν τε­λι­κὰ ἐ­κεῖ­νος, γιὰ τὸν ὁ­ποῖ­ο καὶ σεῖς οἱ ἴ­δι­ες εἴ­χα­τε μά­ται­α πο­νέ­σει.

       Μό­λις τώ­ρα κα­τέ­βη­κε ἀ­πὸ τὸν Ὑ­μητ­τό, ἀ­πο­τυγ­χά­νον­τας πα­νη­γυ­ρι­κά, νὰ ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὸ ποί­η­μα ποὺ εἶ­χε σκο­πὸ νὰ σᾶς ἀ­φή­σει σὲ μιὰ γω­νιὰ τοῦ κή­που. Τρέ­χον­τας ὅ­μως, μὲ ἀ­να­πτε­ρω­μέ­νο τὸ ἠ­θι­κό, ἀ­πὸ τὸν δρό­μο σας θὰ πε­ρά­σει ξα­νά.

       Ἡ σκέ­ψη νὰ σᾶς ἀν­τι­κρί­σει, πρό­σφα­τα ἀ­να­δύ­θη­κε καὶ σὰν τρε­λὴ ἐ­πι­θυ­μί­α, ἀ­ναρ­ρι­χή­θη­κε σι­ω­πη­ρά, δί­πλα ἀ­πὸ τὸν ἴ­σκιο τῶν ἡ­με­ρῶν ποὺ ἔ­φυ­γαν, κά­τω ἀ­πὸ τὴν αἴ­γλη μιᾶς πα­ρα­τε­τα­μέ­νης ἀρ­γί­ας.

       Τώ­ρα, θὰ ἔ­χε­τε ἤ­δη βγεῖ στὴν μι­κρή σας αὐ­λή. Ὁ ἀ­έ­ρας πτυ­χώ­νει τὸ νυ­χτι­κό· τὰ ἄν­θη ἔ­χουν ἀ­νοί­ξει καὶ ἀ­πε­λευ­θε­ρώ­νουν μιὰ λε­πτὴ μυ­ρω­διά. Στὸ πρό­σω­πό σας, μιὰ τυ­χαί­α ἐν­τύ­πω­ση ἀν­τι­μά­χε­ται μιὰ ἐ­ρω­τι­κὴ ἀ­νά­μνη­ση: εἶ­ναι Ἄ­νοι­ξη! Ξαφ­νι­κά, κά­τω ἀ­πὸ τὸ χλω­μὸ πρω­ι­νὸ τὰ μά­τια σας συ­ναν­τι­όν­ται, ἀν­ταλ­λάσ­σον­τας ἐ­κεί­νη τὴν σπί­θα ἀ­πὸ τὴν φλό­γα τοῦ ἰ­δε­α­τοῦ, ἀ­νυ­πό­κρι­του ἔ­ρω­τα ποὺ κά­πο­τε σᾶς συ­νέ­δε­ε.

       Ναί· ὁ ἄν­τρας αὐ­τός, ὁ κα­κὸς ἠ­θο­ποι­ὸς ποὺ ἀ­νι­χνεύ­ει τὴν πε­ρι­ο­χή... ὁ ποι­η­τής! Ὁ ὑ­πο­μο­νε­τι­κὸς ἐρ­γά­της τῶν λέ­ξε­ων· ὁ σκα­πα­νέ­ας τοῦ χα­μέ­νου χρό­νου· ὁ λα­ξευ­τὴς τῶν εὐ­και­ρι­ῶν ποὺ χά­θη­καν καὶ ἐ­κεί­νων ποὺ θὰ ἔρ­θουν... Κα­τα­δι­κα­σμέ­νος σὲ αἰ­ώ­νια ἀ­να­χώ­ρη­ση, σὲ αἰ­ώ­νια ἐ­πι­στρο­φή: «Νὰ εἶ­ναι ἄ­ρα­γε πο­λὺ ἀρ­γά...ἢ μή­πως εἶ­ναι πο­λὺ νω­ρίς;» ἀ­να­ρω­τι­έ­ται, κα­θὼς ἔ­πει­τα ἀ­πὸ εἴ­κο­σι χρό­νια, ἀ­πὸ τὸ σπί­τι σας θὰ τὸν δεῖ­τε νὰ περ­νά­ει ξα­νά...

Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.

Κί­μων Κα­λα­μά­ρας (Ἀθή­να, 1976). Σπού­δα­σε σὲ Δη­μό­σιο ΙΕΚ Λο­γι­στικὰ καὶ τώ­ρα σπου­δά­ζει Ψυ­χο­λο­γί­α. Ἀσχο­λεῖται μὲ τήν πε­ζο­γρα­φί­α καὶ τήν ποί­η­ση.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου