Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου 2016

Μι­κρὸ δι­ή­γη­μα / μι­κρο­δι­ή­γη­μα / μπον­ζά­ι: ἕ­να νέ­ο εἶ­δος.



του Δημήτρη Αγγελάτου
Πρὸς μιὰ ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ εἰ­δο­λο­γι­κὴ δι­ε­ρεύ­νη­ση
1. ΜΙΚΡΟ ΔΙΗΓΗΜΑ, μι­κρο-δι­ή­γη­μα, να­νο-δι­ή­γη­μα, δι­ή­γη­μα μπον­ζά­ϊ, ἢ ἁ­πλῶς μπον­ζά­ϊ (ὅ­πως προ­τεί­νε­ται ἐ­δῶ), συ­νι­στοῦν εἰ­δο­λο­γι­κὰ ὀ­νό­μα­τα ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται τὶς τε­λευ­ταῖ­ες τρεῖς του­λά­χι­στον δε­κα­ε­τί­ες καὶ ἐκ­φρά­ζουν θε­ω­ρη­τι­κὰ καὶ κρι­τι­κὰ ἐγ­χει­ρή­μα­τα μὲ στό­χο νὰ ὁ­ρι­στεῖ ἡ σύ­στα­ση (τί εἶ­ναι) καὶ τὸ πε­δί­ο δρά­σης (τί κά­νει) μιᾶς ἰ­δι­αί­τε­ρης ἀ­φη­γη­μα­τι­κῆς μορ­φῆς στὸ πε­δί­ο τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας.
       Ἐ­φό­σον τὰ εἰ­δο­λο­γι­κὰ προ­σα­να­το­λι­σμέ­να ἐγ­χει­ρή­μα­τα ἔ­χουν εὑ­ρε­τι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα, δη­λα­δὴ ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ δι­ά­στα­ση —αὐ­τὴ εἶ­ναι ἡ θέ­ση ποὺ ὑ­πο­στη­ρί­ζω—, τό­τε δι­α­νοί­γε­ται γιὰ τὴν ἔ­ρευ­να τὸ πε­δί­ο τοῦ (συγ­κρου­σια­κοῦ) δι­α­λό­γου τῶν εἰ­δο­λο­γι­κῶν μορ­φῶν, τὸ πε­δί­ο τῆς ἀ­νοι­χτῆς χρο­νι­κό­τη­τάς τους, γιὰ νὰ ἐ­πι­κα­λε­στῶ τὴ συ­να­φῆ ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Μ. Μπα­χτίν, τοῦ δια­ρκῶς ἐ­νε­στῶ­τος λό­γου(1) καὶ τῆς μνή­μης ποὺ ἐ­κεῖ­νες οἱ μορ­φὲς δι­α­θέ­τουν. Καὶ γιὰ νὰ γί­νω σα­φέ­στε­ρος: τῆς μνή­μης ποὺ δι­α­θέ­τουν αἴφ­νης στὸ μπον­ζά­ϊ τοῦ Θά­νου Στα­θό­που­λου («Ἀ­ρι­στε­ροί», 2013) ἢ τῆς Ἀγ­γε­λι­κῆς Σι­δη­ρᾶ («Silver Alert II», 2016), γιὰ νὰ δι­α­σταυ­ρω­θοῦν μ’ ἐ­κεῖ­να τοῦ Χ. Κορ­τά­σαρ («Ἡ κα­θη­με­ρι­νὴ ἐ­φη­με­ρί­δα κα­θη­με­ρι­νά», 1963), ἢ στὸ τέ­λος τοῦ 19ου αἰ­ώ­να, μ’ ἐ­κεῖ­να τοῦ Μιχ. Μη­τσά­κη («Ἡ πί­στις»).
       Τὸ εἶ­δος ση­μει­ώ­νει ὁ Μπα­χτὶν στὴν γνω­στὴ με­λέ­τη του γιὰ τὴν ποι­η­τι­κὴ τοῦ Φ. Ντο­στο­γι­έφ­σκι, «συ­νε­χῶς εἶ­ναι καὶ δὲν εἶ­ναι ὁ ἑ­αυ­τός του, εἶ­ναι πάν­τα πα­λαι­ὸ καὶ συγ­χρό­νως νέ­ο.
Τὸ εἶ­δος ἀ­να­γεν­νᾶ­ται καὶ ἀ­να­νε­ώ­νε­ται σὲ κά­θε νέ­ο στά­διο ἐ­ξέ­λι­ξης τῆς λο­γο­τε­χνί­ας, κα­θὼς καὶ σὲ κά­θε ἀ­το­μι­κὸ ἔρ­γο τοῦ δε­δο­μέ­νου εἴ­δους. Ἐ­δῶ ἔγ­κει­ται ἡ ζω­ὴ τοῦ εἴ­δους […]. Τὸ εἶ­δος ζεῖ στὸ πα­ρόν, θυ­μᾶ­ται ὅ­μως πάν­τα το πα­ρελ­θόν, τὴν ἀρ­χή του. Τὸ εἶ­δος ἐκ­προ­σω­πεῖ τὴ δη­μι­ουρ­γι­κὴ μνή­μη στὴ δι­α­δι­κα­σί­α τῆς λο­γο­τε­χνι­κῆς ἐ­ξέ­λι­ξης. Ἀ­κρι­βῶς γι’ αὐ­τὸν τὸ λό­γο εἶ­ναι ἱ­κα­νὸ νὰ ἐ­ξα­σφα­λί­ζει τὴν ἑ­νό­τη­τα καὶ τὴ συ­νέ­χεια αὐ­τῆς τῆς ἐ­ξέ­λι­ξης»(2)· καὶ πιὸ τολ­μη­ρὰ λί­γο πα­ρα­κά­τω: «Πα­ρα­δο­ξο­λο­γών­τας, θὰ μπο­ρού­σα­με νὰ ποῦ­με ὅ­τι οἱ ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τες τῆς ἀρ­χαί­ας με­νιπ­πέ­ας δὲν ἔ­χουν δι­α­τη­ρη­θεῖ στὴν προ­σω­πι­κὴ μνή­μη τοῦ Ντο­στο­γι­έφ­σκι, ἀλ­λὰ στὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ μνή­μη τοῦ εἴ­δους τὸ ὁ­ποῖ­ο ἐ­πε­ξερ­γά­στη­κε» (ὅ.π., 195).
2. Ἡ ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ αὐ­τή, δη­λα­δὴ δι­α­λο­γι­κή, δι­ά­στα­ση τῶν εἰ­δο­λο­γι­κῶν προ­σεγ­γί­σε­ων, στὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρο­μαι, προ­ϋ­πο­θέ­τει τρεῖς του­λά­χι­στον με­θο­δο­λο­γι­κοὺς ἄ­ξο­νες ἀ­να­φο­ρᾶς.
       Ὁ πρῶ­τος ἄ­ξο­νας συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν ἔν­νοι­α τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους, ἤ­τοι τὴ (σὲ κά­θε πε­ρί­στα­ση) κρι­τι­κὰ προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νη, ἐν ἱ­στο­ρί­ᾳ θε­σμι­κή του σύ­στα­ση (τί εἶ­ναι) καὶ τὴ φο­ρὰ/δρά­ση του (τί κά­νει) κα­τὰ τὶς δι­α­λο­γι­κὲς τρο­χι­ές του, κον­τύ­τε­ρα ἢ μα­κρύ­τε­ρα ἀ­πὸ ἄλ­λα εἴ­δη. Ἐν προ­κει­μέ­νῳ: τοῦ δι­α­λό­γου τοῦ μπον­ζά­ϊ μὲ εἴ­δη καὶ ὑ­πο-εἴ­δη δι­η­γη­μά­των, μυ­θι­στο­ρη­μά­των, ποι­η­μά­των (σὲ πε­ζό), ἐ­πι­γραμ­μά­των, ἀ­φο­ρι­σμῶν, κλπ. Αὐ­τὸς ὁ ἄ­ξο­νας ση­μα­το­δο­τεῖ τὸ συγ­κε­ρα­σμὸ τῆς θε­ω­ρη­τι­κῆς-κρι­τι­κῆς μὲ τὴν ἱ­στο­ρι­κὴ πα­ρά­με­τρο στὶς λο­γο­τε­χνι­κὲς σπου­δές· ἂν φυ­σι­κά, εἰ­ρή­σθω ἐν πα­ρό­δῳ, ἐ­ξα­κο­λου­θοῦ­με νὰ ἐν­δι­α­φε­ρό­μα­στε γιὰ ὅ,τι συ­στή­νει τὸ λο­γο­τε­χνι­κὸ ποι­ὸν τῶν κει­μέ­νων.
       Ὁ δεύ­τε­ρος συν­δέ­ε­ται μὲ τὰ κρι­τή­ρια κα­τη­γο­ρι­ο­ποί­η­σης —κει­με­νι­κὰ καὶ πραγ­μα­το­λο­γι­κά— τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν εἰ­δῶν. Ἔ­τσι ἂν τὸ μπον­ζά­ϊ μπο­ρεῖ νὰ θε­ω­ρη­θεῖ ἰ­δι­αί­τε­ρο λο­γο­τε­χνι­κὸ εἶ­δος ἢ ὑ­πο-εἶ­δος κά­ποι­ου ὑ­πάρ­χον­τος εἴ­δους —στὴν πε­ρί­πτω­σή μας, τοῦ δι­η­γή­μα­τος–, αὐ­τὸ γί­νε­ται στὴ βά­ση ὁ­ρι­σμέ­νων κρι­τη­ρί­ων, ὅ­πως εἶ­ναι τὸ ἀν­τι­κεί­με­νο ἀ­να­φο­ρᾶς ἢ ἀλ­λι­ῶς ἡ θε­μα­τι­κή, τὰ μορ­φι­κὰ μέ­σα (λό­γος —ἔμ­με­τρος ἢ μή—, σχή­μα­τα λό­γου, κλπ) καὶ οἱ τρό­ποι δο­μι­κῆς σύ­να­ψης ἀν­τι­κει­μέ­νων ἀ­να­φο­ρᾶς/θε­μα­τι­κῆς καὶ μορ­φι­κῶν μέ­σων (ἀ­φη­γη­μα­τι­κοί, δι­α­λο­γι­κοί, μει­κτοί)· ὅ,τι μ’ ἄλ­λα λό­για θε­μα­το­ποι­εῖ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης στὸ Πε­ρὶ Ποι­η­τι­κῆς: τῷ ἕ­τε­ρα / (θε­μα­τι­κή), τῷ ἐν ἑ­τέ­ροις / ἐν οἷς (μορ­φι­κὰ μέ­σα) καὶ τῷ ἑ­τέ­ρως / ὡς (τρό­ποι).
       Οἱ συγ­γρα­φι­κὲς προ­θέ­σεις (για­τὶ ὡς γνω­στὸν οἱ συγ­γρα­φεῖς πο­τὲ δὲν πέ­θα­ναν) καὶ ὁ ὁ­ρί­ζον­τας πρόσ­λη­ψης τῶν λο­γο­τε­χνι­κῶν εἰ­δῶν συ­στή­νουν ἀ­πὸ τὴν πλευ­ρά τους τὰ πραγ­μα­το­λο­γι­κῆς τά­ξε­ως εἰ­δο­λο­γι­κὰ κρι­τή­ρια. Ἔ­τσι, γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἡ ψη­φια­κὴ δι­ο­χέ­τευ­ση τῶν μπον­ζά­ϊ καὶ ἄ­ρα ἡ ὀ­πτι­κὴ δι­ά­στα­σή τους, ἀ­πο­τε­λοῦν κομ­βι­κὰ πραγ­μα­το­λο­γι­κὰ κρι­τή­ρια στὴν ἑρ­μη­νευ­τι­κὴ δι­ε­ρεύ­νη­ση τοῦ εἰ­δο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτή­ρα τους.
       Ὁ τρί­τος ἄ­ξο­νας ἀ­φο­ρᾶ στὶς συμ­βά­σεις —σὲ συ­νάρ­τη­ση βέ­βαι­α μὲ ὅ­ποι­α κρι­τή­ρια χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται— ποὺ δι­α­με­σο­λα­βοῦν καὶ ἐ­νερ­γο­ποι­οῦν σὲ με­γα­λύ­τε­ρο ἢ μι­κρό­τε­ρο βαθ­μό, τὸν (κει­με­νι­κὸ καὶ/ἢ πραγ­μα­το­λο­γι­κὸ) δι­ά­λο­γο με­τα­ξὺ κει­μέ­νων καὶ εἰ­δῶν. Ἀ­σφα­λῶς ἡ δι­α­σταύ­ρω­ση πε­ρισ­σό­τε­ρων κα­τὰ τὸ δυ­να­τὸν εἰ­δο­λο­γι­κῶν κρι­τη­ρί­ων καὶ ἄ­ρα τῶν ἀ­να­λο­γούν­των συμ­βά­σε­ων ὁ­ρί­ζει στὶς ἑρ­μη­νευ­τι­κοῦ τύ­που εἰ­δο­λο­γι­κὲς προ­σεγ­γί­σεις, τὸ εὐ­ρὺ δι­α­λο­γι­κὸ φά­σμα ὕ­παρ­ξης (τί εἶ­ναι) καὶ δρά­σης (τί κά­νει) τοῦ ἑ­κά­στο­τε λο­γο­τε­χνι­κοῦ εἴ­δους.
3. Γό­νι­μες ἑρ­μη­νευ­τι­κά, ὑ­πο­θέ­σεις ἐρ­γα­σί­ας γιὰ τὰ λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη, ὅ­πως καὶ γιὰ τὰ κρι­τή­ρια καὶ τὶς συμ­βά­σεις ποὺ τοὺς ἀ­να­λο­γοῦν, τρο­φο­δο­τοῦν­ται συ­νή­θως ἀ­πὸ τὸν ἐν­το­πι­σμὸ μιᾶς δε­σπό­ζου­σας κει­με­νι­κῆς ἢ/καὶ πραγ­μα­το­λο­γι­κῆς τά­ξε­ως. Στὴν πε­ρί­πτω­ση δὲ τοῦ μπον­ζά­ϊ, τρο­φο­δο­τοῦν­ται ἀ­πὸ τὸν ἐν­το­πι­σμὸ ἐ­κεί­νης τῆς δε­σπό­ζου­σας, κει­με­νι­κῆς καὶ πραγ­μα­το­λο­γι­κῆς, ὅ­πως θε­μα­το­ποι­εῖ­ται μὲ δρα­στι­κό­τα­το τρό­πο —γιὰ νὰ δώ­σω ἕ­να ἀρ­κούν­τως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὸ πα­ρά­δειγ­μα— ἀ­πὸ τὸν Ἔτ­γκαρ Κέ­ρετ στὸ «Κρί­ση ἄ­σθμα­τος»:

Ὅ­ταν σὲ πιά­νει κρί­ση ἄ­σθμα­τος δὲν μπο­ρεῖς ν' ἀ­να­πνεύ­σεις. Ὅ­ταν δὲν μπο­ρεῖς ν' ἀ­να­πνεύ­σεις δυ­σκο­λεύ­ε­σαι νὰ μι­λή­σεις. Ἡ πρό­τα­σή σου πε­ρι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­πὸ τὴν πο­σό­τη­τα τοῦ ἀ­έ­ρα ποὺ μπο­ρεῖς νὰ βγά­λεις ἀ­π' τὰ πνευ­μό­νια σου – πο­σό­τη­τα ἐ­ξαι­ρε­τι­κὰ λι­γο­στή, τρεῖς μὲ τέσ­σε­ρις κου­βέν­τες πά­νω κά­τω. Αὐ­τό σε κά­νει νὰ δί­νεις ση­μα­σί­α στὴ λέ­ξη. Περ­νᾶς ἀ­πὸ κό­σκι­νο τοὺς σω­ροὺς τῶν λέ­ξε­ων ποὺ σοῦ κα­τα­κλύ­ζουν τὸ κε­φά­λι, δι­α­λέ­γεις τὶς πιὸ ση­μαν­τι­κές. Κι αὐ­τὲς ἀ­κό­μα σοῦ κο­στί­ζουν δὲν εἶ­σαι σὰν τοὺς ὑ­γι­εῖς ποὺ τὶς ξε­φουρ­νί­ζουν ὅ­πως πε­τᾶ­με ἔ­ξω τὰ σκου­πί­δια. Ὅ­ταν κά­ποιος λέ­ει πά­νω στὴ κρί­ση «Σ' ἀ­γα­πῶ», ἢ «Σ' ἀ­γα­πῶ τρε­λά», ὑ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά. Δι­α­φο­ρὰ μί­ας λέ­ξης, ποὺ εἶ­ναι ὅ­μως ὑ­πε­ραρ­κε­τή, ἀ­φοῦ μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι ἡ λέ­ξη: «Στά­σου», «Ἀ­να­πνευ­στή­ρας» ἢ ἀ­κό­μη «Ἀ­σθε­νο­φό­ρο»(3).

Γιὰ ποι­ά δε­σπό­ζου­σα πρό­κει­ται ἐ­δῶ; Γιὰ ἐ­κεί­νη, θὰ μπο­ροῦ­σα νὰ ἀ­παν­τή­σω, τοῦ πραγ­μα­το­λο­γι­κὰ προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νου πε­ρι­ο­ρι­σμοῦ ὡς πρὸς τὸν ἑ­κά­στο­τε δι­α­θέ­σι­μο χῶ­ρο καὶ χρό­νο (συγ­γρα­φεῖς καὶ ἀ­πο­δέ­κτες), ποὺ συν­το­νί­ζε­ται μὲ κει­με­νι­κὲς ἐ­πι­λο­γὲς (θε­μα­τι­κῆς, μορ­φι­κῶν μέ­σων καὶ τρό­πων), διὰ βρα­χέ­ων μορ­φο­ποι­η­μέ­νες.
       Πρό­κει­ται ἀ­κρι­βέ­στε­ρα γιὰ συγ­γρα­φι­κὲς προ­θέ­σεις καὶ ἀ­πό­βλε­ψη, ποὺ τὶς τρο­φο­δο­τεῖ ἡ ἐγ­κυ­μο­νού­σα στιγ­μή, στὴν ἀ­κα­ρια­ία, θὰ δι­ευ­κρί­νι­ζα, ἀ­νά­δυ­σή της, ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πὸ τὸ πε­ρισ­σό­τε­ρο ἢ λι­γό­τε­ρο ση­μαν­τι­κὸ θε­μα­τι­κὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό της (κά­ποι­ος πε­θαί­νει ἢ κά­ποι­ος δι­πλώ­νει μιὰν ἐ­φη­με­ρί­δα).
       Ὡ­στό­σο, ἡ κει­με­νι­κὴ ἀ­πό­δο­ση τῆς στιγ­μῆς καὶ τῆς πα­ρον­τι­κό­τη­τάς της στὸ μπον­ζά­ϊ, δὲν ὁ­δη­γεῖ στὰ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὰ ἀ­να­πτύγ­μα­τα τοῦ μυ­θι­στο­ρή­μα­τος, τῆς νου­βέ­λας ἢ τοῦ δι­η­γή­μα­τος, ἔ­τσι ὅ­πως του­λά­χι­στον στὴ δυ­τι­κὴ πο­λι­τι­σμι­κὴ πα­ρά­δο­ση τὰ ἐν­νο­οῦ­με, ὅ­που ἀ­κρι­βῶς ἡ στιγ­μὴ ἔ­χει τὸ πε­ρι­θώ­ριο νὰ ἐκ­δι­πλω­θεῖ πρὸς πολ­λὲς κα­τευ­θύν­σεις καὶ νὰ "γεν­νή­σει" πολ­λὲς ἀ­θέ­α­τες πλευ­ρές της (ἰ­δι­αί­τε­ρα στὸ μυ­θι­στό­ρη­μα), ἀλ­λὰ ὁ­δη­γεῖ σὲ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὰ ἀ­να­πτύγ­μα­τα, ἡ ρη­μα­τι­κὴ βρα­χύ­τη­τα —ὄ­χι, συν­το­μί­α— τῶν ὁ­ποί­ων εἶ­ναι σὲ θέ­ση νὰ εἰ­κο­νο­ποι­εῖ τὸ πλού­σιο βά­θος τῆς στιγ­μῆς.
       Λί­γο πιὸ εἰ­δι­κά: ἡ βρα­χύ­τη­τα στὴν (κει­με­νι­κὴ) ἀ­πό­δο­ση τῆς ἐγ­κυ­μο­νού­σας στιγ­μῆς, στὸ μπον­ζά­ϊ, συ­νι­στᾶ δύ­ο του­λά­χι­στον καί­ρι­ες γιὰ τὸ εἶ­δος, ρη­μα­τι­κὲς καλ­λι­τε­χνι­κὲς ἐ­πι­λο­γές: α) τὴν ἀ­κρί­βεια ὡς πρὸς τὰ μορ­φι­κὰ μέ­σα (ἐν οἷς), τὶς λε­ξι­λο­γι­κὲς ἂς ποῦ­με μο­νά­δες (αὐ­το­τε­λῶς ἢ κα­τὰ σχή­μα­τα), β) τὴ συμ­πύ­κνω­ση ὡς πρὸς τοὺς τρό­πους (ὡς), τὴ συν­τε­ταγ­μέ­νη δι­α­χεί­ρι­ση δη­λα­δὴ τῶν συν­δυα­σμῶν θε­μα­τι­κῆς καὶ μορ­φι­κῶν μέ­σων, ἐκ­πε­φρα­σμέ­νων διὰ τῶν ἀ­φη­γη­τῶν ἢ/καὶ τῶν ἡ­ρώ­ων.
       Πρό­κει­ται λοι­πὸν γιὰ μιὰ ὑ­πο­λο­γι­σμέ­νη βρα­χύ­τη­τα τῶν μπον­ζά­ϊ, ἡ ὁ­ποί­α φαί­νε­ται νὰ συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει στὰ στρα­τη­γή­μα­τά της, δι­ερ­γα­σί­ες εἰ­κο­νο­ποί­η­σης, ἄ­με­σα βέ­βαι­α συν­δε­μέ­νες μὲ τὴν τρο­φο­δο­τι­κὴ γιὰ τὸ εἶ­δος ἀ­φε­τη­ρί­α τῆς ἐγ­κυ­μο­νού­σας στιγ­μῆς (ἡ πε­ρί­στα­ση δὲν μοῦ ἐ­πι­τρέ­πει ἐ­δῶ τὴν ἀ­νά­πτυ­ξη τῆς συ­νά­φειας ζω­γρα­φι­κῆς καὶ ἐγ­κυ­μο­νού­σας στιγ­μῆς). Χά­ρη στὰ εἰ­κο­νο­ποι­η­τι­κὰ ἐ­ρεί­σμα­τα τοῦ μπον­ζά­ϊ, ἐ­νι­σχυ­μέ­να ἀ­σφα­λῶς ἀ­πὸ τὶς ση­με­ρι­νὲς ψη­φια­κὲς συν­θῆ­κες, ὁ ἀ­πο­δέ­κτης μπο­ρεῖ νὰ ὁ­δη­γη­θεῖ ἑ­κὼν-ἄ­κων ἀ­πὸ τὴν ἐ­πι­φά­νεια τῆς ἀ­νά­δυ­σης τοῦ ἀ­κα­ρια­ίου στὸν ἐ­κρη­κτι­κὸ κό­σμο τοῦ βά­θους του.
4. Ρη­μα­τι­κὲς προ­δι­α­γρα­φὲς στὸν ἀ­στε­ρι­σμὸ τῆς βρα­χύ­τη­τας (ἀ­κρί­βεια καὶ συμ­πύ­κνω­ση) καὶ τῆς ἐγ­κυ­μο­νού­σας στιγ­μῆς, ἀλ­λὰ καὶ εἰ­κο­νο­ποι­η­τι­κὰ ἐ­ρεί­σμα­τα, μπο­ροῦν νὰ ὁ­ρί­σουν τὴν εἰ­δο­λο­γι­κὴ ἰ­δι­αι­τε­ρό­τη­τα τοῦ μπον­ζά­ϊ σὲ σχέ­ση μὲ τὰ ἄλ­λα λο­γο­τε­χνι­κὰ εἴ­δη τοῦ πε­δί­ου τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας, κυ­ρί­ως δὲ πρὸς τὸ δι­ή­γη­μα.
       «Θὰ συγ­κρί­να­με τὸ μυ­θι­στό­ρη­μα μ’ ἕ­ναν μα­κρὺ πε­ρί­πα­το μέ­σα ἀ­πὸ δι­ά­φο­ρους τό­πους ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πο­θέ­τει μιὰν ἥ­συ­χη ἐ­πι­στρο­φή· τὸ δι­ή­γη­μα, μὲ τὴν ἀ­νά­βα­ση σ’ ἕ­ναν λό­φο, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­χει ὡς σκο­πὸ νὰ μᾶς προ­σφέ­ρει θέ­α τὴν ὁ­ποί­α ἀ­να­κα­λύ­πτου­με ἀ­πὸ τὸ ὕ­ψος αὐ­τό», ση­μει­ώ­νει τὸ 1927 ὁ Ρῶ­σος φορ­μα­λι­στὴς Μπ. Ἀ­ϊ­χεν­μπά­ουμ, θέ­λον­τας πα­ρα­βο­λι­κῷ τῷ τρό­πω, νὰ ἐ­πι­ση­μά­νει τὴ δι­α­φο­ρὰ τῶν δύ­ο “ἀν­τι­πά­λων” εἰ­δῶν(4).
       Στὴν ἀ­φε­τη­ρί­α τοῦ πε­ρί­πα­του (μυ­θι­στό­ρη­μα) ἢ τῆς ἀ­νά­βα­σης (δι­ή­γη­μα), ἀλ­λὰ καὶ σὲ κά­θε ση­μεῖ­ο πρὸς τὴν ἐ­πι­στρο­φὴ ἢ τὸ λό­φο ἀν­τί­στοι­χα, τὸ μπον­ζά­ϊ "φυ­τεύ­ει" γε­μά­τες, ἐγ­κυ­μο­νοῦ­σες, στιγ­μὲς-δέν­τρα.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1) Βλ. σχε­τι­κά: M. M. Bakhtin, «The Problem of Speech Genres» (γράφ.: 1952-1953): Speech Genres and Other Late Essays, (ἐ­πιμ.: Caryl Emerson-M. Holquist· μετ­φρ. ἀ­πὸ τὸ ρώσ. πρώτ.: V. W. McGee), Austin, University of Texas Press, 1986, 60-102.

(2) M. M. Bakhtin, Ζη­τή­μα­τα ποι­η­τι­κῆς του Ντο­στο­γι­έφ­σκι (1963· 1η: 1929) (μετ­φρ. ἀ­πὸ τὸ ρωσ. πρωτ.: Ἀ­λε­ξάν­δρα Ἰ­ω­αν­νί­δου· ἐ­πιμ.: Βαγγ. Χα­τζη­βα­σι­λεί­ου· ἐ­πιμ.: Δημ. Τζι­ό­βας), Ἀ­θή­να, Πό­λις, 2000, 169.

(3) Πλα­νό­διον, 27/1/2016 (μετ­φρ.: Μάγ­κυ Κο­ὲν).

(4) Μπ. Ἀ­ϊ­χεν­μπά­ουμ, «Θε­ω­ρί­α τῆς πε­ζο­γρα­φί­ας» (1927): Θε­ω­ρί­α λο­γο­τε­χνί­ας. Κεί­με­να τῶν Ρώ­σων Φορ­μα­λι­στῶν, (μτφρ.: Ἠ. Π. Νι­κο­λού­δης), Ἀ­θή­να, Ὀ­δυσ­σέ­ας, 1995, 221.

Bonsai-03c-GiaIstologio-04

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Τὸ κεί­με­νο ἀ­να­γνώ­στη­κε στὸ Α’ μέ­ρος τῆς «λο­γο­τε­χνι­κῆς νυ­χτε­ρί­δας» Νύ­χτα μπον­ζά­ι κα­τὰ τὴν ὁ­ποί­α πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἡ ἀν­θο­λο­γί­α τοῦ ἱ­στο­λο­γί­ου μας Ἱ­στο­ρί­ες Μπον­ζά­ι ’15. Τὴν ἐκδήλωση στὸ σύνολό της οἱ φίλοι τοῦ ἱστολογίου μποροῦν νὰ τὴν παρακολουθήσουν ἐδῶ:

Δη­μή­τρης Ἀγ­γε­λᾶ­τος (Ἀ­θή­να, 1958). Φι­λο­λο­γί­α, δο­κί­μιο. Κα­θη­γη­τὴς Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας καὶ Θε­ω­ρί­ας τῆς Λο­γο­τε­χνί­ας στὸ Τμῆ­μα Φι­λο­λο­γί­ας (Το­μέ­ας Νε­ο­ελ­λη­νι­κῆς Φι­λο­λο­γί­ας) τοῦ Ε­θνι­κοῦ καὶ Κα­πο­δι­στρια­κοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν. Τε­λευ­ταῖ­ο του βι­βλί­ο: Ὄ­ψεις καὶ ἐ­φαρ­μο­γὲς τῆς δι­α­λο­γι­κό­τη­τα­ς : Ἀ­πὸ τὸν Κ.Γ. Κα­ρυ­ω­τά­κη στὸ νε­ο­ελ­λη­νι­κό μυ­θι­στό­ρη­μα (ἐκδ. Gutenberg, 2015).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου