Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 4 Ιανουαρίου 2018

Σωτήρη Γ.Ραπτόπουλου : ΜΗΧΑΝΑΓΓΕΛΟΣ ΚΑΙ ΗΓΕΤΗΣ




                                                         Στον [και από τον]

                                                          Γιάννη Σκαρίμπα

                                                 ’’…τάχα δώθες σταθήκαμε

                                                    ή κείθες απ’ τον νού;

1.

…Κι’ εκεί –στα Σάλωνα- που σφάζανε αρνιά, κι’ ακόμη παραπάνω –στο Χρισσό- ,που σφάζανε κριάρια _εκεί άφηνα τα βλέμμα μου να πλανηθεί, όπως καθόμουνα στην βεράντα της «Αγοράς»…

   Ένα στρώμα από σύγνεφα μπαμπακάτα _είδος τι «πατώματος» δεύτερου, πάνω από το –πρώτο- γήϊνο εκείνο ,του ελαιώνα του Σαλώνου_ έφτιαχνε μια λεωφόρο που πήδαε πάνω από τον Κρισσαϊκό κόλπο κι’ έβγαινε απέναντι, στου Μωριά τα μέρη, στο βουνό του Χελμού. Και κάτω από το πάτωμα αυτό, το ποτάμι του Πλειστού με, στον πάτο του, την ράδα του, την Ζάλσκα _και ανάμεσα γής κι’ ουρανού, η Ιτέα με το λιμάνι της και τον γυριστό (σαν καμμιά μύτη Αρλεκίνου) λιμενοβραχίονα. Και μέσα στην Ιτέα, κάπου, θα γύρναε τώρα ε κ ε ί ν η –ανάλαφρη, σαν να μην πάταε στην γή, το κεφάλι της ισορροπώντας στην άκρη των ώμων σαν ακροβάτης την πολύχρωμη μπάλα του…

   Δίπλα μου καθόταν ο Ριχάρδος Γκαμόν, μόνιμη παρέα μου από τα χρόνια του σχολείου –ένα από τα βάρη εκείνα που κουβαλάς για χρόνια σαν οφειλή [σε ποιόν;] ή σαν επένδυση [σε τι;], περιφέροντας την ανυπόφορη φιλία του στους δρόμους και τα μαγαζιά των Δελφών. Στους δρόμους πούχαν ένα κοινό με το κυκλοφοριακό σύστημα του ανθρώπινου οργανισμού _ήταν όλοι τους μονής κατεύθυνσης ,και δεν (πισώκολα) μπορούσες να τους πάρεις… Μαζί ρεμβάζαμε προς την Ιτέα κοιτώντας, ανάμεσα σε ξένους τουρίστες που γέμιζαν, το απομεσήμερο, την ξύλινη βεράντα της «Αγοράς». Πίσω από το ξύλινο μπάρ, ο Μπάμπης γυάλιζε τα ποτήρια –και έγραφε στο μπλοκάκι των παραγγελιών.


   -«Τα έμαθες για τον ποιητικό διαγωνισμό στην Ιτέα;» ρώτησε ο Ριχάρδος. Είχε τόση ώρα να μιλήσει [μαδούσε τα τετράγωνο μούσι του με τέτοια αφοσίωση, που τόχα σκοπό να τον διακόψω εγώ σε λίγο μπας και του περίσωζα λίγες τρίχες και για την αυριανή έξοδο, εάν δεν με προλάβαινε ο ίδιος…]. Ο Ριχάρδος καταγόταν από Αυστριακή οικογένεια - ο παππούς του, μάλιστα- μηχανικός της “Automat Pax e Co.”, που είχε εγκατασταθεί στην Χαλκίδα την δεκαετία του 1930 –είχε δημιουργήσει σάλο στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου με τις περί μηχανικών αυτοματισμών θεωρίες του..     Η ιδιόρρυθμη οικογένειά του είχε μανία με την τεχνολογία και τους αυτόματους μηχανισμούς (ο πατέρας του υπήρξε για χρόνια ο ωρολογοποιός του χωριού) –και ο ίδιος είχε σπουδάσει μηχανικός στο Πολυτεχνείο. Καμμιά φορά αναρρωτιόμουν πώς εγώ, ένας φιλόλογος, εύρισκα ενδιαφέρον στον μηχανοκράτη Ριχάρδο και στα παραληρήματά του.

  -«Όχι, Ριχάρδε – και δεν μ’ ενδιαφέρει»

-«Γιατί ,Τώνη;»

-«Γιατί το θεωρώ ταπεινό και ματαιόδοξο»

-«Εκείνες οι μικρές που κάθονταν δίπλα, προχτές, είχαν κοντέψει να λιποθυμήσουν όταν μού διάβασες  το τελευταίο σου ποιήμα».

-«Δεν ήταν, όμως, κριτικοί της λογοτεχνίας..»

-«Ήταν, όμως, ωραιότατες –και θα μπορούσαμε να είχαμε κλείσει ραντεβού μαζί τους»

-«και με τις δύο;»

-«και με τις δύο!»

-και εσύ θα μού κρατούσες το φανάρι, ενώ θα σαλιάριζα και με τις δύο;»

-«Μα, όχι, την μία θα την είχα εγώ. Θα με σύστηνες ως συνάδελφο ποιητή».

    Τι του έλεγες τώρα; Τον έχεζες;

-«Δηλαδή, εάν σε σύστηνα ως συνάδελφο γευσιγνώστη –θα μπορούσες να πιείς τον άμπακο –και μετά θα έπρεπε να μιλήσω εγώ για την ποιότητα των κρασιών που θα είχες ρουφήξει;»

-«Άαααααα, μα δεν υποφέρεσαι!», είπε ο Ριχάρδος -και τέντωσε με τους αντίχειρες τις τιράντες του. « Άσε τότε τον Μπάμπη να τους κάνει απαγγελίες, με τους στίχους τους δικούς σου. Ή μήπως νομίζεις ότι αυτά που σημειώνει στο μπλοκάκι είναι παραγγελίες; Σε κρυφακούει που απαγγέλλεις και τα γράφει όλα –άσε που υποπτεύομαι ότι προσέλαβε και μεταφραστή, για να τα λέει στα αγγλικά στις τουρίστριες»

 -«Ριχάρδε, παραλογίζεσαι!»

-«και εσύ, αυτοϋποβαθμίζεσαι» (είπε, και τράβηξε από το πλάϊ του μπάρ το μπουκάλι. Με μι’ αστραπιαία κίνηση, συμπλήρωσε το ποτό στο ποτήρι του, του ξαναβίδωσε το πώμα –και στο πίτς φιτίλι το’ βαλε πίσω ,πριν ο Μπάμπης να τελειώσει το σερβίρισμα στο απέναντι τραπέζι).

-«Χάνεις τα λόγια σου. Δεν θα λάβω μέρος, πάει τέλειωσε!»

-«Εγώ, μια φορά, τους τηλεφώνησα»

-«και τι τους είπες;»

-«Τι ήθελες να τους πώ; Εδώ Αντώνης Μπέμκας. Ννννναίαιαιαι,        

ο Τώνης, ο φιλόλογος.Νννναίαιαι για τον διαγωνισμό».-«μεγάλη μας τιμή ,κε Τώνη μας», μού απάντησαν!

-«Χρησιμοποίησες το όνομά μου;»

-«και τί ήθελες να χρησιμοποιήσω; Το δικό μου;»

    Τον κοίταγα – και μουρχόταν να του φάω τον καρύτσαφλο!

-«Βρέ ζώον!», του είπα, «βρέ…- αλλά τι φταίς εσύ; Εγώ φταίω, που νομίζω ότι θα γίνεις άνθρωπος»

-«Εσύ ,μια φορά, αν θές μην πάς…Να ξέρεις, όμως, ότι τα βραβεία θα τα δώσει η Β.Β.(*)»

   Το είχα αποφασίσει. Θα τον σκότωνα – και μετά θα διέσυρα το όνομά του, αποκαλύπτωντας τις λαθροποτικές του δραστηριότητες στον Μπάμπη.

-«Εσύ της το πρότεινες, αθεόφοβε;»

-«Όοοοοχι, εγώ το πρότεινα στην Επιτροπή…»

-«και τι σού είπαν;»

-«…αφού μας το εισηγείσθε εσείς, κε Τώνη…»

    Μού είχε ανέβει ο «φρεντοτσίνο» του Θανάση στα ρουθούνια –και είμουν έτοιμος να τον στείλω για ελεύθερη πτώση στο Κρισσαϊκό Πεδίο.

-«Τα πράγματα είναι απλά», είπε –και τράβηξε, αστραπιαία, δυό «μπατόν σαλέ» από το πιατάκι του παραδιπλανού, πριν εκείνος γυρίσει το κεφάλι. «Πηγαίνεις εκεί, βραβεύεσαι, η Β.Β.σού απονέμει το βραβείο –ενώ το κοινό (και ορισμένοι χαβαλέδες, τι να κάνουμε…) σε επευφημούν. Εσύ παίρνεις την Β.Β.και αποχωρείς θριαμβευτικά, …»

-«Μόνο που δεν χρειάζεται, ξέρεις, να τα κάνω όλα αυτά για να βγώ ραντεβού με την Β.Β.»

-«Ε;»

-«Έχω ήδη κλείσει ραντεβού μαζί της. Το βράδυ θα βρεθούμε στην Ιτέα»

 Ο Ριχάρδος κατάπιε αμάσητο ένα μπατόν μήκους οχτώ εκατοστών –και εγώ κορδώθηκα στο κάθισμά μου.

-« Έεεεεε… Τότε κάνε το για την τέχνη… Για την πρόοδο…»

-«Αφηγήσου μου, καλύτερα, τα σχετικά με την δική σου συμβολή στην πρόοδο. Δεν μού έλεγες κάτι σχετικά με την αρχαία μηχανική –να δείς πώς τά ‘πες… Το μυστήριο της ύλης… Το μυστικό της ζωής…»

  Το ήξερα πως έτσι τον κατεύθυνα προς ένα νέο παραλήρημα –αλλά αυτό θα άλλαζε, τουλάχιστον, το θέμα της συζήτησης. Στο βάθος, η δύση έκλεινε την κουρτίνα της –κι’ ό,τι δεν πρόλαβε να



(*)εννοούσε, βέβαια, την Βικτωρία Βορραδιώκτη.        



ξεφτουρίσει για την ακτή, έπεφτε όξ’ από τον κύκλο των νερών –στα χάη….

 -«Νννναίαιαι, σού έλεγα και χτές ότι ολοκλήρωσα την μελέτη. Πρόκειται για τον θρόνο του βυζαντινού Αυτοκράτορα Λέοντος του Σοφού, καμωμένο από χρυσάφι και πολύτιμους λίθους»

-«Τι έγινε; Του τον έκλεψε κανένας ενώ δεν πρόσεχε;»

-«Άσε τις βλακείες.Ο θρόνος , κάτω από το πολύτιμο μέταλλο και τα πετράδια ήταν γεμάτος με γρανάζια και μοχλούς. Ο χορός των βαλβίδων…Το μυστήριο της ύλης… Το μυστικό της ζωής…»

  Είχε αρχίσει, πάλι..

«..Και δεν ήταν μόνο ο θρόνος», συνέχισε. «Ήταν και το δέντρο, με τα μηχανικά πτηνά πιο΄κεί [ήτανε, λένε, το πέταγμά τους φίνο –και τα κελαϊδίσματά τους δεν είχανε ίχνος παράσιτα]. Και ήτανε κι΄ένας μικρός Έρωτας, και τα λιοντάρια ζερβόδεξα του θρόνου, που σηκώνανε το πόδι και βρυχόνταν.. Και νερό χυνόταν –αίφνης- στο ρυάκι, και κύλαγε στην λίμνη..»

 -«κι’ έτσι έπαιζε ο Λέων ο Σοφός, την αιωνιότητα ατενίζοντας μπρός του;»

-«Όχι, ρε χαζέ… Έτσι υποδεχόταν τους βάρβαρους βασιλείς… Κι’ αυτοί, εκστατικοί, το όραμα της Νέας Ρώμης εβίωναν στο εξής…»

-«Μωρε μπράβο, τεχνολογία το Βυζάντιο!»

-«…πλήν όμως, χάρις στις έρευνές μου, κύριε Αντώνη Μπέμκα, διαπιστώθηκε ότι ο θρόνος του Λέοντος του Σοφού είχε κατασκευασθεί στην Αρχαιότητα –και μάλιστα, βρισκόταν εδώ- στους Δελφούς!»

-« !....»

-«Ακριβώς όπως το ακούς! Ήταν ανάθημα του Γύγη, του βασιλιά της Λυδίας –και έργο του Μύρωνος του Χίου –που είχε ανακαλύψει την κόλλα για τα μέταλλα. Κομματάκι-κομματάκι το κόλλαγε (και, πίσωθέ του, μικρά-μικρά γραναζάκια άρμοζε) –ενώ ,σε έναν κώδικα που βρίσκεται στο Βατικανό, υπάρχει κι’ η πληροφορία για μια μεγάλη φτερωτή μορφή του αναθήματος (μία Γοργώ ή Μέδουσα), για την κατασκευή της οποίας χρησιμοποίησε ως μοντέλλο την ωραιότατη σύζυγό του… Την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη, οι Πλατωνοπυθαγόρειοι φιλόσοφοι μίλησαν για το άκτιστο φώς, που πήγαζε από το γοργόνειό της, στο στήθος! Ο Μέγας Θεοδόσιος  μετέφερε το ανάθημα στην Κωνσταντινούπολη –και από τότε, χάθηκαν για ένα διάστημα τα ίχνη του… Ο Λέων ο Σοφός το βρήκε μισοθαμμένο στα υπόγεια του ανακτόρου των Ταταύλων –και το έστησε ξανά, για να εντυπωσιάζει μ’ αυτόν τους ξένους βασιλείς: Απέκτησε,τότε, φήμη ανάλογη με τα «Αυτόματα του Ηρώνδα».Σε μια πολιορκία της Πόλης από τους Σλαύους, οι Βυζαντινοί τού απέσπασαν την φτερωτή μορφή ,που σήμαινε την αλλαγή του καιρού μ’ ένα της [κατακέφαλα] ανεμοδείκτη -και τους μεταλλικούς της «συν-ανδριάντες» συνοδούς, τους «νυκτοταλάλιους», που σήμαιναν τις νυκτερινές ώρες με τα ραβδιά και τα σήμαντρά τους… Η εμφάνισή της στα τείχη της Πόλης πανικόβαλε τους εχθρούς –που έλυσαν άρον-άρον την πολιορκία! Μετά την άλωση του 1204 την «μπάρκαραν» οι Φράγκοι σ’ ένα πλοίο ,για την Βαρωνία των Σαλώνων»…

-«Έγινε, λοιπόν, η Γοργώ Σαλωνίτισσα;»

-«…σχεδόν, γιατί το πλοίο βυθίστηκε όξ’ απ’ την Σκάλα των Σαλώνων, την Κίρρα δηλαδή..»

-«..δηλαδή ,μας ξημέρωσε Ξεροπηγαδιώτισσα!..»

-«Μην κοροϊδεύεις, γιατί ο παππούς μου, μού κληροδότησε το ημερολόγιο του καπετάνιου -του πλοίου που την μετέφερε! Κύριος οίδε πώς βρέθηκε στα χέρια του… Μάλλον ,κάποιος από τους διασωθέντες του ναυαγίου το μετέφερε στην Δύση –και ο παππούς μου το ανακάλυψε ενώ σκάλιζε τα παλιά αρχεία της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας..»

-«!!....»

-«Ο καπετάνιος, λοιπόν, έγραψε ότι ΄΄φώς μεγάλο έλαμπε ,σαν υπόγεια σελήνη,την νύχτα απ’ τ’αμπάρι, κι’ ο άνεμος έπεφτε –και οι ναύτες του φοβόταν μέχρι να φανεί το φώς της αυγής΄΄. Και βήματα ακούγονταν σαν από –μεγάλου, κουρδιστού ρολογιού- τον μηχανισμό».

Το είχε παρακάνει. Λίγο ακόμη, και θα τον άκουγα να διηγείται την επιστροφή τους Γοργούς στους Δελφούς, μετά φανών και λαμπάδων –τηι συνοδείαι του Πυροσβεστικού σώματος Ιτέας, και της μπάντας πνευστών του Δήμου..

-«Βρε, δεν λυπάσαι την μάνα σου, την Γκαμόναινα, που περιμένει να πιάσεις δουλειά στους Βωξίτες –ενώ εσύ μού φτιάχνεις ιστορίες για μηχαναγγέλλους;»

 Του ‘γινε η μούρη σαν παπαρούνα [άμ’ τι νόμιζε; Δεν θα του το πλήρωνα;]

-«Εγώ, τουλάχιστον, δεν λιβανίζω την Β.Β. με αποστειρωμένα ραντεβού -σαν την εικόνα στην περιφορά,ανήμερα του Άη-Νικόλα!

 Μού την φύλαγε[αμ’τι νόμιζα; Θα την γλύτωνα;]

-«Λοιπόν, τελείωσες;» [του είπα, τάχαμ’ αδιάφορα –ενώ ο «φρεντοτσίνο» έπεφτε, στάλα-στάλα, από τα ρουθούνια μου]

-«Όχι –ξέχασα να σού πώ ότι το πλοίο οδηγούσε ένα δελφίνι, ίδιο μ’ αυτό που οδήγησε τους Μινωϊτες ναυτικούς στην Κίρρα και τους Δελφούς…»

 Αυτό ήταν. Λίγα ακόμη ν’ άκουγα, θα ξέχναγα κι’ αυτά πού’ξερα για την Δελφική Ιστορία…

-«…γι’ αυτό και καραβοτσακίστηκαν πριν φτάσουν, φαίνεται!»

-«Έ, είσαι ανυπόφορος», έκανε ο Ριχάρδος –μ’ ένα ύφος θιγμένης αξιοπρέπειας«Να το ξέρεις όμως,όταν όλοι θα με παραδέχονται..»

-«…εγώ θα είμαι στο ραντεβού με την Β.Β.» -του πέταξα –και σηκώθηκα, ρίχνοντας ένα χαρτονόμισμα στο τραπέζι. Ο Ριχάρδος το άρπαξε αμέσως.

-«Ευχαριστώ. Άσε κι’ άλλο ένα τέτοιο στον Μπάμπη, βγαίνοντας, -ξέρεις, για τα ποτά…»

   Θα του δάγκωνα τον καρύτσαφλο εκεί μπροστά στον κόσμο –αλλά δεν θα προλάβαινα να ηρεμήσω μέχρι την ώρα του ραντεβού με την Β.Β.



2.

  Κάθομαν στο «Μαϊάμι» ,στην απ’ έξω, βλέποντας τα καινούρια μου καστόρια –που μού γνεφαν περιπεχτικά ,με τις παχιές ραφές τους. Κοίταγα το πορφυρό παχύρρευστο λάδι που είχε αφήσει ο _μόλις καταδύσας_ ήλιος ,μπροστά απ’ τα νησάκια του κόλπου. «Τι σαπίλα!», σκέφτομαν.. «Τι ομορφιά!». Μπρός μου, ο «Παρνασσός», το βωξιτοφόρο, γλίστραε σ’ αυτή τη λαδερή θάλασσα χωρίς τριβή, χωρίς ώση. Τράβαε για την Αντίκυρα [δυό ταξίδια την ημέρα, τόσα χρόνια τώρα…], ντυμένος το καφέ της σκουριάς. «Άααααααα, εδώ είναι ωραία ,να κάτσεις –και να σαπίσεις με την ησυχία σου!»

   …Και νάτην, ερχόταν από μακρυά, όμοια μ’ ό,τι γλυκό ψέμα και πλάνη! Ήταν α υ τ ή, η Βικτωρία Βορραδιώκτη, μ’ εκείνο το «σουστιέν» βήμα της –σαν να τσαλαβούταε στα συγνεφάκια.. Το κεφάλι της ισορροπούσε ,σαν να περιδινιζόταν ανάμεσα στις κλείδες του στέρνου και τον αυχένα –κι’ έκανε εκείνη την             - φανταιζί- κορδέλλα που είχε δέσει ψηλά ,στα «α-λα-γκαρσόν» -   -σαν σκαλιστά- μαλλιά της, να κυματίζει. Το –σαν την υδρόγειο σφαιρικό (της)-κούτελο ,ήταν αντίσκαστο του Ηνιόχου των Δελφών [προχτές πούχε έρθει να επισκεφτεί το μουσείο (λέγαν οι φύλακες), στράφηκε (σαν πέρασε αυτή από μπρός του) ο Ηνίοχος ,στα τρία τέταρτα, για να την δεί καλύτερα!] Φορούσε ένα πολύχρωμο κολλάν με μια κοντή (σαν σέπαλα γαρύφαλου)φούστα –και μία «βικτωριανή» ζακέτα, με μεγάλα ψέλλια… Στο στέρνο της ένα -«άκτιστο φώς», που θάλεε κι΄ο Ριχάρδος- περιδέραιο, με μία αστραφτερή πέτρα ,σαν γυριστό κλειδί.

   Πλησίαζε ,σαν ισορροπιστής στο σχοινί, και χαμογελούσε πλατιά ως με κοίταε. Ψηλά πίσω της, απάν’ απ’ το Ξεροβούνι, είχε βγεί ο Αποσπερίτης –μ’ένα χαμογέλιο σαν το δικό της. Σαν για να μ΄αποσπάσει την προσοχή:

-«Μην την πιστεύεις, είναι ψεύτρα. Αντίς για ΄μένα ,απάνω στο στήθος ένα κλειδί -από κουρδιστήρι- έχει… Α-χαααα, χαχαχααα!»

-«Βρέ ,άει χάσου. Αφού το ΄χει πεί κι’ ο Ωγκύστ Ντυπέν: ΄΄Η πολλή εμβρίθεια συσκοτίζει.Αρκεί ,και αυτόν τον Αποσπερίτη, να παρατηρήσωμεν εμβριθώς –ίνα χαθή από τον έναστρον θόλον!΄΄.Αρκεί να σε παρατηρήσω εμβριθώς, για να σε σβήσω απ’ το Στερέωμα».

  Ο Αποσπερίτης δεν επέμεινε –κι’ η Βικτωρία κάθισε δίπλα μου.

Αμέσως, σαν να κόπηκε –με τ’ άναμμα των φώτων- μια ταινία, ο άνεμος σταμάτησε -κι΄αρχίσαμε να πλέμε σ’ έναν σοροπιαστό αγέρα,σαν ένα γλύκισμα απ΄το «Αρχοντικό». 

-«Πές μου, Τώνη, είμαι όμορφη;»

-«Όμορφή ΄σαι και καλή ΄σαι –αλλά σαν την Πεντάμορφη δεν είσαι» -έκαμα με –κωμικό- έναν στόμφο.

Σούφρωσε την μύτη –πού’ταν γεωμετρημένη στην ευθεία των φρυδιών: -«Γιατί, τί μου λείπει;» [και, καθώς οι μύες του λαιμού τεντώθηκαν, αντήχησαν μέσα της, σαν μπίλιες μεταλλικές από ντόμινο, ή σαν ασφάλειες που έπεφταν, δυό-τρία  τ σ ά κ–τ σ ά κ].

-«Δεν ξέρω» [είπα, κοιτάζοντας με βλέμμα που μίλειε αλλιώς, που έλεγε για όμορφα λιβάδια με τουλίπες και κρίνα] _ «…να, όταν κάθησες στην καρέκλα, ήταν σαν ένας τόνος μέσα σου να ξεκουρδίστηκε. Και τις προάλλες, που φταρνίστηκες μπρός μου –δεν μπορούσα να βγάλω τον λεκέ απ΄το πουκάμισο,λές κι’ ήταν λάδι μηχανής» [είπα, κι΄έγειρα μπροστά, κι΄έσμιξα τα βλέφαρα για να μυρίσω την ζέστα που έβγαζ΄έξω, σαν ντήζελ. Πιο πέρα, οι τελευταίοι ποδηλάτες πέρνααν ανάερα στην αχλύ –κι΄άναβαν σειρά τα φώτα του λιμενοβραχίονα].

  -«Και δεν είμ’ έξυπνη;»

 -«Μωρέ, και παραείσαι!… Αλλά δεν καταλαβαίνω ποια η ανάγκη να _»βουστροφηδόν»_ σημειώσεις κρατάς στο μπλοκάκι σου, γράφοντας την μισή γραμμή με το αριστερό χέρι (από τα αριστερά προς τα δεξιά) – και την άλλη μισή με το δεξί χέρι και μ΄άλλο μολύβι, ταυτόχρονα, (από τα δεξιά προς τα αριστερά)- για να [στο μέσον] συναντηθούν τα δυό μολύβια!»

    Κι΄έτσι καθώς την κοιτούσα, με το άϋλο όραμα  ενός απροσδιόριστου θάματος, της ανατροπής της φυσικής τάξης, του περάσματος «πίσ΄απ΄το σχήμα» -σκέφτηκα ξαφνικά [και μελαγχόλησα] όλα εκείνα τα γλυκά «μακαρόν», τα «κρέμ μπρυλέ» και τα «προφυτερόλ», στις βιτρίνες του «Αρχοντικού», στην παραλιακή… Άχ, σαν να μου _με λύπη_ χειρονομούσαν, σαν να μού έλεγαν «είμαστε κι΄εμείς γλυκά σαν την Βικτωρία. Αγάπα μας» -κι΄εγώ να έλεγα «Άχ, δεν  μπορώ –έχω [με την σκέψη της] ταγγώσει –έχω με την ανάσα της λιγωθεί».

       Κι΄έτσι ,καθώς [στην ακμή του χρόνου, μίλεια με λόγια σαν πατήματα χνουδάτα καλομαθημένης πέρσικης γάτας], εμφανίστηκαν εκείνοι οι δυό λιμοκοντόροι με την στολή (σαν λιμενικοί μού φάνηκαν) και κάτι λεπτά-λεπτά μπαστούνια στα χέρια τους –και ζήτησαν «να απασχολήσουν λίγο τον κύριο δι΄υπόθεσίν του». Έτοιμος ήμουν να τους κυρ-έχεζα –μα, μέχρι να στραφώ για δεύτερη φορά, η Βικτωρία ήταν (λες κι΄είχε ανοίξει η γής, λες κι΄είχε πετάξει!) εξαφανισμένη  [και στην καρέκλα της, σαν της κολοφωτιάς το φώς –μια φωσφορούχα αύρα έπαιζε μπρος στα γουρλωμένα μου μάτια].

 Κι΄εκείνα τα ζώα, σαν Πρώσσοι ευθυτενείς, κοιτούσαν  αποσβολωμένοι ,στα χάη.

 -«Περί τίνος πρόκειται;»

-«Σείς δεν είσθε ο κος Μπέμκας;»

-«…και φαίνομαι. Σείς;»

-«Ο Σπεύδε Ταχέως και ο Σπεύδε Βραδέως. Νυκτοταλάλιοι. Θα πρέπει να μας ακολουθήσετε».

  Άχ, τι λέγανε; Να τους ακολουθήσω; Και πώς τους λέγανε;! Κι΄αν δεν ήτανε λιμενικοί –τότε τι ήτανε; Κι΄εγώ, ποιος ήμουνα –και τι δουλειά είχα να τους ακολουθούσα τους μασκαράδες; Και πόσο θέλαμε ακόμη για τις Απόκριες; Και μήπως ο μπαγάσας ο Ριχάρδος μούχε ρίξει τίποτε στο ποτό;

  Αυτό ήτανε, λοιπόν! Ο Ριχάρδος! Αυτός μού τόχε παίξει το παιχνίδι με τους λιμοκοντόρους. Και πώς τους είχε πεί εκείνους τους ανδριάντες ,στην ιστορία του; Νυκτοπούλους; Νυκτοπαλαμάδες; Νυκτοτέτοιους; Αυτοί, έτσι δεν συστήθηκαν; Βάλθηκε να μού χαλάσει το ραντεβού, για να του περάσει το δικό του, με τον γελοίο του διαγωνισμό!Άμ, τώρα τόχα πάρει απόφαση –θα τού τον έτρωγα τον καρύτσαφλο –και θα κατέβαζα και δυο προφυτερόλ για επιδόρπιο. Μάχαιραν έδωσε; Μάχαιραν θα λάβει. Θα άφηνα αυτά τα ζώα να με πάνε σ’ αυτόν –και θα του πήδαα επάνω στον λαιμό σαν τον πάνθηρα, να τον κολατσίσω!



3.

   Κι΄έτσι –κωμική σκηνή, με τους μασκαράδες ντυμένους σαν «γκρούμ» ξενοδοχείου – ξεκινήσαμε (με ΄μένα στο ανάμεσο), κάνοντας κλιμακωτά «ζιγκ-ζάγκ»μέσα στους ορθογώνιους, μπακλαβαδωτούς δρόμους της Ιτέας. Ο άνεμος είχε ξαναρχίσει να φυσά εκνευριστικά. Όλη αυτή την ώρα έβραζα μέσα μου, και η μόνη μου παρηγόρια ήτανε ότι σύντομα θα εύρισκα τον Ριχάρδο –και οι κραυγές του θα έφταναν ως πέρα απ’ την θάλασσα, στην Ακράτα!

   Το σπίτι που φτάσαμε με τους –σαν κουρδισμένους- συνοδούς μου, ήτανε ένα παλαιό μονόροφο με προστώο, με πάνω απ’την πόρτα του την επιγραφή «Εθνικόν Ωδείον». Δεν κρατήθηκα άλλο:

 -«Μέσα είναι;» ρώτησα.

-«Ναι» -είπαν μ’ ένα στόμα. «Ο Λαμπρότατος της Αγρυπνίας Άρχων σας περιμένει».

  Παραπήγαινε το αστείο. Μπήκα με φόρα για να τονε φάω ζωντανό, τον «Λαμπρότατο Άρχοντα» της απάτης –κι’ έμεινα να μένω, χάσκοντας ένα στόμα δυό πήχες: Μπροστά μου στεκόταν, ανάμεσα σε παιδικά παιχνίδια (και μια κορώνα στο κεφάλι) ένα μωρό χρονιάρικο, στην μωρουδίστική του κουβερτούλα.

-«Έλα, κάτσε. Μην στέκεις σαν χάνος»

  Τώρα, ποιός είχε μιλήσει;

-«Έλα, είπα, ότι ο χρόνος εγγύς. Ο μηχανάγγελος και ηγέτης μας έχει φθάσει, για πρώτη φορά, στο σημείο να πραγματοποιήσει το μεγάλο βήμα. Να περάσει «κείθες απ’ τον νού» ».

  Ήτανε το μωρό που είχε μιλήσει. Καθισμένος πάνω στην μηχανή ενός τραίνου-παιχνιδιού, φύσηξε με δύναμη ένα πλαστικό τρομπόνι και –αίφνης- αυτό ακούστηκε σαν την εν Ραμάι φωνή της Ραχήλ!

 Το σαγόνι μου κρέμασε –και άρχισα να σκέφτομαι ότι τα νεύρα μου ήταν πειραγμένα.

-«Λοιπόν;» Είπε το μωρό…

-«Έεεεεε…» [άρχισα να λέω], «…ο έκπλους του πλοίου…»

-«Ο έκπλούς!;»

-«…η ενημέρωσις των αρχών…»

-«Η ενημέρωσις!; Σύνελθε, κύριε Μπέμκα. Δεν είναι η ώρα να τα χάσεις. Έχεις πέσει σε σοβαρό ατόπημα».

-«Και ποιο είναι αυτό;»

-«Συναναστρέφεσαι με την απόλυτη ομορφιά»

-«και είναι, αυτό, κακό;»

-«΄Εμ, δεν είναι; Δεν είναι η ομορφιά απ’ τα μεγάλα γεγονότα αυτού του κόσμου;»

        Είχα ,πια, παραδοθεί.  Λογικό-ξελογικό, με αυτό το ομιλούν βρέφος, αυτόν τον Ερωτιδέα αρχηγό των κουρδιστών νυκτοφυλάκων, δεν θα την έβγαζα καθαρή [το ήξερα] –εάν δεν μάθαινα τι ήθελε. Η μοίρα μου έπαιζε τα ζάρια…

   -«Λοιπόν, τι θέλεις να κάνω;»

 -«Ρώτα τον εαυτό σου. Οι μοίρες, από μέρες τώρα, προσπαθούν να σε κάνουν να πάρεις μέρος στον ποιητικό διαγωνισμό».

-«Οι μοίρες;»

-«Ναι ,οι μοίρες, κι’ εσύ τις αψηφάς. Δεν θέλεις η Βικτωρία να συγκινηθεί από το ποιήμα σου, δεν θέλεις να βρείς το κλειδί που θ’ ανοίξει την καρδιά της».

   Και ξαφνικά, αρχίνησα να κλαίω. Κι΄έκλαιγα περισσότερο, γιατί δεν ήταν κι’ αυτή εδώ [στην ερημία του νού μου, παρέα μ΄ένα σοφό μωρό] ,η Βικτωρία μου με το «σουστιέν» της βήμα, να κλάψει κι’ αυτή μαζί μου. Γιατί ο φιλοσοφών μπέμπης είχε δίκηο –δεν ήθελα να της στηθώ σαν ένας «τάχαμ»- που ως κι’ οι τσέπες του θα του φώναζαν πως είναι «δήθεν»… Δεν την ήθελα σαν τρόπαιο- γιατί, κατά βάθος, δεν ήθελα να την διεκδικήσω…  Κι’ όμως (και –ώ, είναι φοβερό να νοιώθεις το χάος να σε πλησιάζει-) ήξερα, ήμουν έτοιμος να ακολουθήσω τον Άρχοντα και τους κουρδισμένους του ως εκείνον τον κρύφιο δρόμο, πού ΄βγαζε όξ’ από τα όρια του κόσμου…



4.

Κι’ έτσι, ήμουν στητός στην αίθουσα του «Κυριακοπούλειου», με μια ήρεμη αυτοπεποίθηση. Τόξερα, θα κέρδιζα τον διαγωνισμό [ποιος άλλος ευφάνταστος τύπος εσκάρωνε στιχάκια στην περιοχή; Ήδη, ήμουν ο στόχος της «μαρίδας» εδώ και χρόνια _μέχρι που μ΄αδημονία περίμεναν να σκάσει μύτη το πιο τελευταίο μου στιχούργημα, για να το παρωδήσουν]. Και ,τόξερα, θα μού απένειμαν το βραβείο μέσα στο μπιζάρισμα του πλήθους… Και  το βραβείο θα μού το απένειμε η Βικτωρία Βορραδιώκτη –και θα μπορούσα να ξεχάσω ότι θα με ξανάβλεπε σαν άνθρωπο που βλέπει βλέπινα –και διψά διψίσια..

    …Και, ανάμεσα στ’ άλλα τα περίεργα, ο Ριχάρδος δεν φαινόταν πουθενά!

  Υπήρχαν , στις συμμετοχές, δύο μόνοι διαγωνιζόμενοι: Καθώς, με καταφρόνια έστρεφα το βλέμμα μου στο όνομα που ήταν τυπωμένο στο πρόγραμμα, κοκκάλωσα και ένοιωσα τα μάτια μου να θέλουν να πηδήξουν στο πάτωμα –και να γκελάρουν σαν λαστιχένια τόπια!.. Τελικά, ο λεχρίτης ο Ριχάρδος είχε δίκηο! Το όνομα του αντιτέχνου μου ήταν εκείνο του σερβιτόρου της «Αγοράς», Μπάμπη Τίκκα. Ο Μπάμπης σίγουρα θα κρατούσε σημειώσεις από τις απαγγελίες μου στην «Αγορά». Και τώρα, ήταν εκεί να με ανταγωνιστεί, ως άλλος Μπέμκας! Κύριος οίδε αν μέχρι και μουστάκι δεν είχε φορέσει σαν το δικό μου. Μέχρι και ακαδημαϊκό θα τον ανακηρύσσανε, θα έβλεπες, –προς τέρψιν του Ριχάρδου και προς δόξαν των θεωριών συνομωσίας! Οι τουρίστριες μού έγνεφαν [«γράφε μας ενίοτε»,ως νά ΄λεγαν], οι θαυμάστριες μού κουνούσαν το μαντήλι –και το προεδρείο του διαγωνισμού, με τα καραβοτσακίσματα μού ΄στελνε χαιρετίσματα!

 Στην πρώτη σειρά, ο «Λαμπρότατος της Αγρυπνίας Άρχων» δεν φαινότανε παρά ένα φυσιολογικό μωρό στην αγκαλιά ενός «νυκτοταλάλιου» (θα υπήρχανε καμμιά ντουζίνα από δαύτους, σε διάφορα σημεία της αίθουσας –όλοι στητοί σαν Πρώσσοι) –και μασούλαγε μακάρια την πλαστική του κουλούρα.

   Τελικά, τα σούσουρα έπαψαν,κι΄ η Επιτροπή –που κάθονταν σε ένα τραπέζι στην άκρη του πάλκου- έδωσε την έναρξη.

 Κορδωμένος, ο Μπάμπης πετάχτηκε από το κοινό [πού να τον αναγνωρίσω, με το φουλάρι γύρω απ’ τον λαιμό –κι΄εκείνα τα καστόρια, ίδια με τα δικά μου…] Μά ,χθές μόλις τάχα αγοράσει ,στα Σάλωνα…  Ρε, για πότε πρόλαβε ο θεομπαίχτης και πήγε να τ΄αγοράσει; Άμ, το κοτλέ με την χοντρή ρίγα, που υπάρχει μόνο σ΄ένα κατάστημα στην Ναύπακτο; Στοίχημα ότι αυτός κοιμάται με μια μου _πάν΄απ΄το προσκεφάλι του_ ολόσωμη φωτογραφία μου, μόνο που θάχε την μούρη μου κόψει για να (με «κολλάζ») βάλει στην θέση της την δική του!

              Υποκλίθηκε και (αποφεύγοντας να με κοιτάξει) ξεκίνησε:



              ΠΟΛΥΜΗΧΑΝΟΙ ΙΣΚΙΟΙ



Ήτανε γραφτό να βρεθούμε μέσ’ την μεσημβρινή μας ραστώνη

Πολυμήχανοι ίσκιοι κυρτών μηχανών

Που μοιράζονται για λίγο την αλληλοεκχώρηση

Μακρυά ηλακάτη, στενό το στημόνι



                      ~

Και ήταν γραφτόμας να έχουμε έγνοιες

Σφυρήλατες σε καινούργιο αμόνι

Κι΄οι πίκρες που γνέσαμε ο ένας του άλλου

Να μην μετράνε στους κόμπους των νέων ημερών



                    ~



Ώ, έμπνευση θεία! Λοιπόν, ευκαιρία

Να είμαι πάλι ως ήμουν, γλυκός, αφελής,

Και έκανα «χιούμορ», και έλεγα «αστεία»

Μακρυπόδα αράχνη, εκτός του ιστού της



                  ~



Θάλεγα πως αδιάφορος ήμουν για λίγο

Κι΄αν δεν ήταν το ύφος σου λίγο στρυφνό

Θα νόμιζα πως έβλεπα στο βάθος μια εικόνα

Από έργο μοντέρνο, θεατρικό



                 ~



Δυό σώματα να καίνε απ΄την –χιαστί – απορία:

«Μα δεν υποφέρει, που ήμασταν ένα;»

Κι’απ΄την υπεροψία πίσω κι’ απ΄τ΄ανάλγητο βλέμμα

Χαιρετιούνται περήφανα –κι’εξεμούν απ΄αηδία!



Το «Κυριακοπούλειο» σείστηκε από τα χειροκροτήματα! Δυό κυρίες σκούπισαν με μαντήλι διακριτικά τα δάκρυα [Τόση συγκρατημένη αξιοπρέπεια! Μα πόση διακριτική καλοσύνη βρισκόταν σ’ αυτούς τους  δίχως έπαρση ανθρώπους, που και η επίδειξη της συγκίνησης γινόταν με τόσο συγκρατημένες κινήσεις… Τι βάθος! Τι έχανα τόσα χρόνια που δεν τους συναναστρέφομαν!...]

   Κατά τ’ άλλα, ο Μπάμπης είχε αντιγράψει ,σχεδόν αυτούσιο, το ποιήμα μου “JE REVIENS [ TOUJOURS ? ]”. Μα δεν είχα –τόσο- θυμώσει γι’ αυτό _ όσο για το ότι είχε , σε κάποιους στίχους, αλλάξει το μέτρο… Αυτό θα σήμαινε μόνο πως [άκου θράσος ο στυλιτζής!] είχε και παρατηρήσεις να μού κάνει! «Σε αντιγράψαμε ,κύριε, αλλά –την άλλη φορά που θα σ΄αντιγράψουμε, φρόντισε να τάχεις πιο σωστά γραμμένα!» Μπράβο προσόντα ο Μπάμπης! Κι΄εγώ που δεν τον είχα  (αρκούντως) εκτιμήσει… Σε λίγο [να δείς!] και διευθυντή του Μουσείου Δελφών θα τονε κάνανε. Σάματις υπολοιπόταν σε προσόντα; Τι παραπάνω είχανε οι άλλοι;

      Έ, λοιπόν, το είχα αποφασίσει. Θα απήγγειλα το τελευταίο μου στιχούργημα –που τόχα γράψει για να μπώ στο μάτι του Ριχάρδου ,την ημέρα που τον επισκέφθηκε μια παλιά του συμφοιτήτρια από την Αθήνα. Και –αν και είχα τον ίδιο τον εαυτό μου να ανταγωνισθώ- αισθανόμουνα [κάτω απ’ τα βλέμματα συμπόνοιας εκείνων που προέβλεπαν μιαν ήττα μου] μια περιπαιχτική ,ψηλομύτικη διάθεση καθώς υποκλινόμουν –και ξεκινούσα:



                              TIENES MIEDO ?



Με κουράζουν οι ανθρώπινες σχέσεις

Με στριμώχνουν ξανά σε γωνίες

Λησμονώ αφορμές και αιτίες

Ξαναμπλέκω με εσμούς και με έξεις



                  *



Θέλω Σώμα –και παίρνω Ιστορία:

Μα, να ξέρεις, δεν χωρούν εξηγήσεις…

Δεν θα φτιάχνω νέο σύμπαν κάθε μέρα.

Στο υπάρχον, ορατό θα με ζήσεις!



                   *



Κι΄αν υπήρξα κιαχπές –κι΄ένας «τάχαμ»

Κι’ ένας «δώθες» και «κείθες» γκρινιάρης

Ο Θεός δεν με μέτρησε, τάχα,

σ’ένα κύμα ,επά, καβαλάρης;



                  *



Μού λές πως συνέχεια σε γέμιζα έγνοιες…

Τι λές, τέτοια ώρα!...

Ο χρόνος για ‘μένα δεν έκανε νύξη

Στου ονείρου την χώρα..



                *



Σ’ αγάπησα για νάχω

Μι’ αγκαλιά δίχως θλίψη

Και όχι για νάχω

Ενύπνια τύψη.



               *

Για γδύσου, και έλα

Να πέσεις στο στρώμα

Δεν ήρθα σαν φίλαθλος

Να δεί έναν «αγώνα»…



Στην αρχή το κοινό βουβάθηκε –και μετά σηκώθηκε όρθιο ,σ’ ένα παρατεταμένο χειροκρότημα. Η «μαρίδα» βρήκε ευκαιρία, και άρχισε να φωνάζει ρυθμικά την παροιμία που συνδέεται με το επώνυμό μου:



         -«Το κα-λό το σύ-κο, το τρώ-ει ο Μπέμ-κας!»(*)



Οι κυρίες πούχαν ,πρωτύτερα, δακρύσει –και αφού πασάλειψαν την μούρη τους με «μέϊκ-απ» διαλυμένο σε νέα δάκρυα- σηκώθηκαν και επέβαλαν σιγή στην πιτσιρικαρία:

 - «Σιωπή, αλήτες!»

          -«Μπέμ-κας, Μπέμ-κας!»



Αφού σίγησε η γαλαρία, η Επιτροπή αποφάσισε να μού απονείμει το βραβείο. Ο κακομοίρης ο Μπάμπης δεν μιλιόταν –και ,για να πώ την αλήθεια, στενοχωρήθηκα που τελείωσε έτσι άδοξα, εν τη γενέσει της, η ποιητική του καριέρα. Δεν θάπρεπε ,όμως, να απογοητεύεται –υπήρχε ακόμη η περίπτωση του Μουσείου Δελφών…

   Είχα, όμως, άλλα πράγματα να με απασχολούν. Τι θα γινόταν τώρα με τον μυστηριώδη «Μηχανάγγελο» των «νυκτοταλάλιων»  --που θα «ολοκληρωνόταν» ,και θα στεκόταν, έτσι, «κείθες απ΄τον νού;» Τι σημαίναν όλ΄αυτά;

    Η Βικτωρία είχε, εν τωι μεταξύ, εμφανισθεί –και έπαιρνε ένα μετάλλιο [με –πάνωθέ του- την κεφαλή του Ζολώτα] για να μού το φορέσει στον λαιμό. Ο άνεμος, που μέχρι εκείνη την στιγμή χτυπούσε με μανία τα τζάμια του «Κυριακοπούλειου», κόπηκε μαχαίρι.Λησμόνησα προς στιγμήν τα πάντα –λησμόνησα και να την ρωτήσω γιατί είχε γίνει άφαντη, πρωτύτερα, από το «Μαϊάμι» _ και, όπως μού το περνούσε πάνω απ’ το κεφάλι κι΄η ίσια μύτη της σχεδόν άγγιξε την σαν γογγύλι δική μου_ της είπα «σ’ αγαπώ».



5.

  Ένα φώς έλαμψε στο στέρνο της –και το κλειδί εκείνο του περιδέραιου βυθίστηκε μέσα του. Ένα νότισμα  εμούσκεψε την αίθουσα_ κι’ ως έξω τον δρόμο, τους ανθρώπους, τα φώτα… Τα μαλλιά της γυάλισαν, σαν σκαλιστό μέταλλο. Δυό φτερά φύτρωσαν στην πλάτη της, κόβοντας λωρίδες την ζακέτα της.

-«Είμαι, τώρα, όμορφη ,Τώνη;»

-«Είσαι ,Βικτωρία…»

-«…και είμαι έξυπνη;»

-«Είσαι, Βικτωρία…»

    -«Άχ, τι ωραία», είπε –και μέσα σε μια θολούρα κατάπιε τους δώδεκα νυκτοταλάλιους και τον Λαμπρότατο της Αγρυπνίας Άρχοντα. Έγινε έν’ αστέρι που τρεμόπαιξε –και βγήκε έξω στον δρόμο –κι΄έγινε μια δίνη, που τινάχτηκε στον ουρανό, να βγεί από την τρικυμία αυτού του κόσμου…

Εκεί που είχαν όλοι βουβαθεί, εμφανίσθηκε κάθιδρως και  ασθμαίνοντας ο Ριχάρδος.

-«Τώνη, που να στα λέω!»

-«Κι’ εγώ, να δείς!»

-«Η Βικτωρία είναι η Γοργώ!»

-«Τι είπες;»

-«Είναι η Γοργώ, η διώκτης των βοριάδων και ρυθμιστής του καιρού –και οι νυκτοταλάλιοι ,με τον Έρωτα-Άρχοντά τους ,είναι οι νυκτοφύλακες υπηρέτες της_ που με τα ραβδιά τους σημαίνουν τις ώρες! Το κλειδί του περιδέραιου είναι το κουρδιστήρι της –κι’ εκείνο το φώς στο στέρνο, το –ηλεκτροπαραγωγό της- κέντρο! Είναι αυτή που (σ’ ένα –πάνω – στρώμα αέρα) περπάτησε στα τείχη της Κωνσταντινούπολης! Τα διάβασα όλα σ’ ένα δεύτερο στρώμα μελάνης, που βρισκόταν κάτω απ’ το πρώτο του ναυτικού ημερολογίου που σού είπα»

-«Και δεν έπεσε απ’ τα τείχη;»

-«Όχι, αφού μια κορδέλλα-ανεμοδείχτης της έδειχνε τα πατήματα».

Άχ, τι έλεε; Κι΄εγώ; Πουλάκι περιπαθητικό η καρδούλα μου πετάρησε στης νιότης τα κλαδιά. «Άχ, τι ωραία –να πετάς πάνω από τείχη…»

Ακολουθήσαμε τον κόσμο που  [σαν φρενιασμένος] είχε στον δρόμο ξεχυθεί. Στο κατάστημα «Αφοι Αλογοσκούφη», στην παραλιακή, μια μεγάλη τρύπα έχασκε. Μέσα, ένας θρόνος χρυσός έλαμπε –με πάνω του πετράδια..

-«…και πούσαι, Τώνη, να μην της πείς ποτέ ότι είναι κι’ όμορφη κι’ έξυπνη μαζί –γιατί θα βγεί «κείθες απ’ τον νού»-κι’ άντε βρές τηνε μετά!»                                                                             ……….        Τέτοια μούλεγε –και ‘μένα μούρχονταν να του φάω τον καρύτσαφλο!



                                             Σ.Ρ. -24.11.06



          -----------------------------------------------------------------------

(*) Ο μπέμκας [αλλού: μπάμπουρας, νταβάνι, ντάβανος] είναι είδος εντόμου ,με μεγάλο κεντρί, που λυμαίνεται τα φρούτα.

    































































                                                           

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου